Κάππα
Κ=Κάππα
το δέκατον γράμμα και έκτον σύμφωνον
του ελλην.αλφαβήτου.Κατά την αρχαιότητα
ως αριθμ. σύμβολον κ΄=20 ή εικοστός κ=20.
000. βλέπε (Ιωτ, Κόππα και κάππα). Παρα
Καλιμάχω γράφεται κόππα, το ανεστραμμένον
P και C χαρακτηρισμός (Ησύχιος
Καβα-δάδες=Χωρίον
Β.Κερκύρας. Στην Αγγλική cave
=Σπήλαιον, (βλ.λ.)Κάβος
τοπωνύμιον νότια Κερκύρας, Κάβο
ντ’ ορο τοπωνύμιο Κερκύρας, αλλά
ορ=χρυσός και πολλά επώνυμα όπως Καβαδίας,
Καβάσιλας κλπ,
Καβά-διον
=Κατά τους βυζαντινούς, είδος μανδύου,
το άλλως καφτάνι.
Κάβαλες=έθνος
μικρόν της Λιβύας(;) Καβαλίς
επαρχία μικράς Ασίας μεταξύ Λυκίας και
Παμφυλίας (Νικ. Λωρέντης)
Καβα-λλάρης=Μακρύ
ξύλο τοποθετημένο οριζόντια στην κορυφή
της οικοδομής, πάνω στο οποίο στηρίζεται
όλη η στέγη. Καβάλος και στο βιολί,
Καβα-λούρι=Χωρίον
Κερκύρας,
Καβά-λα πόλις
στη Μακεδονία
Καβα-ρνίς=Νῆσος
τῶν σπηλαίων. Κάβα δὲ καὶ Ράβα
καὶ Γκράβα σημαίνει τὸ κοῖλον τὸ
σπήλαιον τὸ ἐν τῇ πέτρᾳ.
Κάβειροι=
Θεοί χθόνιοι και απόρρητοι.Κάουροι
οι χρυσοί υιοί του ουρανού. Περί Καβείρων
και του δέντρου αυτών, το οποίον
φανταζόμεθα ότι ήτο η μηλέα, τα χρυσά
μήλα των εσπερίδων και το μήλον εν γένει
έχον άμεσην σχέσιν προς την Αξιόκερσαν
Αφροδίτην, “την χρυσήν” (Βλ.Αξιόκερσα).
Κάβειροι=
«δαίμονες» ἦσαν καὶ ὁ Δάρδανος,
Ἰασίων καὶ Ἀρμονία οἱ ἀδελφοὶ.
Κάβειρος καὶ ὁ σύζυγος τῆς Ἀρμονίας,
Κάδμος, ὁ καὶ Ἑρμῆς καὶ Προμηθεὺς
καὶ Βῆλος καὶ Κρόνος.
Κάβειροι,
Καστωλοί= Ελέγοντο οι Δωριείς.
Κάβειροι,
Ιδαίοι Δάκτυλοι, Κορύβαντες=Ήσαν οι
αρχικοί εκπρόσωποι του χρυσού, οι κατ’
εξοχήν κατεργασταί των μετάλλων.
Καβησός
=Θρακική πόλις
Κάβο=(cave=σπήλαιον)
Συνθετικό πολλών ακροτηρίων, Κάβος
στη Λευκίμμη Κερκύρας, Καβοδόρος=
ο Ξυλοφάγος καλούμενος και Καφηρεύς,
δηλαδή χρυσούν ακρωτήριον ή χρυσούν
κέρας.
Κάβο ντόρο
(ορ=χρυσός)εις Κέρκυρα. Καβομαλέας
Πελοποννήσου, Καβοντόρος ακρωτήριον
ο Καφηρεύς, Καβοκολώνες στο Σούνιο.
Καβαλούρι Κερκύρας, Καβαλάρι
Ηπείρου, Καβοσίδερος Κρήτης,
Κα(π)οσίδερο Κερκύρας, Κάβο
παπά(πατρός υποκόρισμα) Πελοπόννησος.
Καβουδίστρας=
Καποδίστριας. Καβο-σπήλαιο –ίστριον
Χώρα Ιονίου κόλπου (βλέπε Ιστριανά)
Κάβος=Μέτρον
σιτικόν χοινικαίον, χίνοικες (αι από
μέρους τροφαί).
Καβούλι
=Συγκατάβασις, θέλησις.
Καβρουμάς
=Φαγητό από ρύζι και εντόσθια.
*Καγ γόνυ=κατα
γόνυ Ομηρ.
Καγκαένας ή
Καένας=Ουδείς, κανείς, ούτε καν εις.
Κάγκανα=Ομηρ.ανα.εκ
του καίω , ως δανός δαίω, ξηρά “ξύλλα”
Καγγραίνα=γάγγραινα
και τα εξ αυτής παραγ.
Καγχαλάω=Ομηρ.χάσκω
από χαρά και αγαλλίαση, γελώ δυνατά,
καγχάζω
*Καδ-κατ-καθ=Εις
την πρωτοελληνικήν και σε όλες τις
αρχαίες γλώσσες έχει την έννοια του
λαμπρού, του στιλπνού, του χρυσού.
Καδ-Κατ
θυγάτηρ=Κατινώ, ή Κατίνα , Κατ-ερίνη,
Ειρήνην κατα την μυθολογίαν μητέρα του
πλούτου, θυγάτηρ η Ειρήνη εκ του
είρω=συνάζω, συναρμόζω τον χρυσόν, την
ευτυχίαν, και ειρήνην υμίν εν
ταις Γραφαίς, ο ευπραγίαν και ευτυχίαν
επευχόμενος ασπασμός υμίν.(Αθηναγόρας)
Καδένα=(Κερκ.)Χρυσή
αλυσίδα λαιμού-καδινάτσο=Σύρτης
θύρας.
*Καδῆ=
Λέξις πρωτοελληνικὴ, τὴν ὁποίαν, ὡς
μυρίας ἄλλας ἐδανείσθησαν ἐξ ἡμῶν
οἱ Τοῦρκοι· πᾶσαι αἱ τοπωνυμίαι αἱ
φέρουσαι τὸ ὄνομα καδῆ, ἀναφέρονται
εἰς τόπους περιέχοντας πολύτιμα
μέταλλα· ὡς π. χ. ἡ ἀπέναντι τῆς
Κων/πόλεως πόλις λέγεται Καδήκιοϊ,
παρὰ τὸ Καδήκιοϊ ἄλλη πόλις
λέγεται Χαλκηδὼν, Χρυσούπολις καὶ τὸ
ὑπὲρ αὐτῆς ὄρος Ἀλὲμ-δὰγ, ἤ
ἄλλέως Δάματρυς, πᾶσαι λέξεις
ἀναφερόμεναι εἰς τὸν χρυσὸν.
Αλλά στην
Κέρκυρα πολλοί κάτοικοι και ιδίως της
υπαίθρου τη χρυσή αλυσίδα ονομάζουν
“καδένα-καδήνα” και ως πρώτο απόκτημα
είναι η καδήνα στο λαιμό από όλους τους
Κερκυραίους όσο φτωχός κι αν είναι,
επίσης παρατηρούμε στην χωριάτικη
ενδυμασία να είναι απραίτητο εξάρτημα
ο χρυσός, τόσο βαθειά είναι η παράδοση
ώστε στους γάμους απαραιτήτως όλοι
χαρίζουν χρυσό ή και ασήμι.Όλα αυτά
επιβεβαιώνουν ότι κάποτε Φαιακία και
Παξοί μαζί με την αρχαία Θεσπρωτία ήταν
πλούσια τα εδάφη από όλα αυτά τα
μεταλεύματα.
Καδμεία
λίθος=Η εξάγουσα
χαλκόν κατά την αρχαιότητα συνεταυτίζετο
με τον χρυσόν.
Καδμεία=Ο
υψηλότερος λόφος ο οποίος χρησίμευε
και ως Ακρόπολη.
Καδμεία =Ἡ
Ἀκρόπολις τῶν Θηβῶν, ἔχουσα ἑπτὰ
πύλας, αἱ ὁποῖαι ἐλέγοντο Ἠλέκτραι,
Ὕψισται, Ὀγκαῖαι, Ὠγύγιαι, Νήϊσται,
Προιτίδες καὶ Κρηναῖαι, ὀνομασίαι
στραφόμεναι πᾶσαι περὶ τὴν σημασίαν
τοῦ βράχου, τοῦ ὀρύγματος, τοῦ φρέατος,
τῆς κρήνης.
Κάδμος=
Έφερε τὰ γράμματα εἰς τὴν Ἑλλάδα,
πράγματι ἐκ τῆς Φοινίκης, ἀλλὰ
τῆς ἠπειρωτικῆς.
Κάδμος=ποταμός
της Ηπείρου πλησίον της Φοινίκης Φιλιατών
Κάδμος=Αρχικά
ήταν όνομα αρχαίας, παναρχαίας, παλαιάς
δυναστείας θεών λησμονηθείσης.Του
λαμπρού αυτού βασιλέως θυγάτηρ υπήρξε
η Ινώ.
Κάδμος ὁ
=Ταυτόσημος τοῦ Κεδέμ, Ἐδέμ, Ἀδάμ,
Ἐδώμ, σημαίνοντα τὸν ἀνατολίτην, τὸν
ἐρυθραῖον, τὸν αἰθίοπα,
το γήϊνο·
Κάδμος=Ο
πατὴρ τῆς Ἰνοῦς-Κρήνης, ἐλέγετο
ἐπίσης καὶ Ὄγκα. Ἐν Θήβαις ἦν ἐπίσης
ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος Ἰσμηνίου
λεγόμενον.
ἔστι
δὲ λόφος
ἐν δεξιᾷ
τῶν πυλῶν
ἱερὸν
τοῦ Ἀπόλλωνος·
καλεῖται δὲ
ὅ τε λόφος
καὶ ὁ
θεὸς Ἰσμήνιος·
ἀνωτέρω
δὲ τοῦ
Ἰσμηνίου
τὴν κρήνην
ἴδοις ἄν,
ἥν τινα Ἄρεως
φασὶν εἶναι,
καὶ Δράκοντα
ὑπὸ
τοῦ Ἄρεως
ἐπιτετάχθαι
φύλακα τῇ
πηγῇ· ἐκαλεῖτο
δὲ τὸ
πρότερον Κάδμου
ποῦς.
Κάδμος
και η Ερμιόνη =Βασίλευαν
στην Ήπειρο στην περιοχή της ηπειρωτικής
Φοινίκης. Από κει μετέβησαν στα νησιά
των Μακάρων στα απέναντι νησιά των
Παξών- Κερκύρας όπου μεταμορφώθησαν σε
φίδια.
Εκείνο
το ὁποῖον Διόδωρος ὁ Σικελιώτης
ἀναφέρει περὶ τῶν Ἀτλαντίων ὅτι,
“πολὺ μὲν εὐσεβείᾳ καὶ φιλιανθρωπίᾳ
τῇ πρὸς τοὺς ξένους δοκοῦσι διαφέρειν
τῶν πλεισιοχώρων, τὴν δὲ γένεσιν τῶν
θεῶν περ’ αὐτοῖς γενέσθαι φασὶν”,
κυρίως ἀναφέρεται εἰς τὰς νήσους
ἡμῶν τῶν Παξῶν καὶ Κερκύρας.
Κάδμος
ο= καὶ ἡ Ἰνὼ εἰς τὰς θαλάσσας τῶν
Νήσων των Παξών τοποθετοῦνται ὑπὸ
τοῦ Ὁμήρου· ὅταν ὁ πολυπλάγητος
Ὀδυσσεὺς φεύγων ἐκ τῆς νήσου τῆς
Καλυψοῦς ἐναυάγησε, τοῦ Ποσειδῶνος
ἐξεγείραντος κατ’ αὐτοῦ μεγάλην
τρικυμίαν, ἐκεῖ μεταξὺ Παξῶν καὶ
Κερκύρας ἦλθε πρὸς αὐτὸν ἀνέλπιστος
βοηθὸς.
τὸν δὲ ἴδεν Κάδμου
θυγάτηρ καλλίσφυρος Ἰνὼ,
Λευκοθέη, ἡ πρὶν
μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα,
νῦν δ’ ἁλος ἐν
πελάγει θεῶν ἔξ ἔμμορε τιμῆς·
ἥ ῥ’ Ὀδυσσῆ’
ἐλέησεν ἀλώμενον ἄλγε’ ἔχοντα,
ἴζε δ’ ἐπὶ σχεδίης
πολυδέσμου εἶπέ τε μῦθον.
Ἡ πληροφορία αὕτη τοῦ Ὁμήρου εἶναι
πολυτιμωτάτη διὰ τὴν παναρχαίαν
ἱστορίαν τῶν Νήσων τῶν Παξῶν-Κερκύρας.
Ὡς αἱ Ἐχινάδες νῆσοι, οὕτω καὶ ἡ Ἰνὼ
ἡ περὶ τὰς Ἐχινάδας-Παξοὺς ἔχουσα
τὴν κατοικίαν της, ἔπρεπε ἀπὸ αἰώνων
ἤδη νὰ ἑλκύσῃ τὴν προσοχὴν τῶν
μελετητῶν τοῦ Ὁμήρου, καὶ νὰ μὴ
περιπλανῶσι τὴν Ἰνὼ καὶ τὸν πατέρα
αὐτῆς Κάδμον καὶ τὸν πάππον αὐτῆς
Ἀγήνωρα καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς
Σεμέλην καὶ τὸν υἱὸν αὐτῆς
Διόνυσον-Ἡρακλέα-Μελικέρτην-Παλαίμωνα,
εἰς Αἴγυπτον καὶ Λιβύην καὶ Φοινίκην
καὶ Τύρον καὶ πάντα τὰ μέρη τῆς
Ἑλλάδος· διότι μόνον ἐνταῦθα ἐν τῇ
θαλάσσῃ ταύτῃ τῶν Παξῶν-Κερκύρας
ἐξειλίχθησαν πάντα τὰ γεγονότα τῆς
Μυθολογίας, ἀτυχῶς μὴ κατανοηθέντα
οὐδὲ κατ’ ἐλάχιστον ὑπὸ πάντων ὅσοι
ἔγραψαν Μυθολογίαν καὶ ἱστορίαν τῆς
προϊστορικῆς Ἑλλάδος.(Αθηναγόρας)
Ὡς αἱ Ἐχινάδες
νῆσοι, οὕτω καὶ ἡ Ἰνὼ ἡ περὶ τὰς
Ἐχινάδας-Παξοὺς ἔχουσα τὴν κατοικίαν
της, ἔπρεπε ἀπὸ αἰώνων ἤδη νὰ ἑλκύσῃ
τὴν προσοχὴν τῶν μελετητῶν τοῦ Ὁμήρου,
καὶ νὰ μὴ περιπλανῶσι τὴν Ἰνὼ καὶ
τὸν πατέρα αὐτῆς Κάδμον καὶ τὸν
πάπον αὐτῆς Ἀγήνωρα καὶ τὴν ἀδελφὴν
αὐτῆς Σεμέλην καὶ τὸν υἱὸν αὐτῆς
Διόνυσον-Ἡρακλέα-Μελικέρτην-Παλαίμωνα,
εἰς Αἴγυπτον καὶ Λιβύην καὶ Φοινίκην
καὶ Τύρον καὶ πάντα τὰ μέρη τῆς
Ἑλλάδος· διότι μόνον ἐνταῦθα ἐν τῇ
θαλάσσῃ ταύτῃ τῶν Παξῶν-Κερκύρας
ἐξειλίχθησαν πάντα τὰ γεγονότα τῆς
Μυθολογίας, ἀτυχῶς μὴ κατανοηθέντα
οὐδὲ κατ’ ἐλάχιστον ὑπὸ πάντων ὅσοι
ἔγραψαν Μυθολογίαν καὶ ἱστορίαν τῆς
προϊστορικῆς Ἑλλάδος.(Αθηναγόρας)
Με τον Κάδμον
σχετιζόμεναι με τον χρυσόν και άλλαι
μεταλοφόραι χώραι ως το Παγγαίον είναι
η Θάσος, η Λέσβος, αι νήσοι Κέρκυρα-Παξοί,
η Ήπειρος, Η Βοιωτία, αι Θήβαι, Σαμοθράκη,
Νάξος, Ταφος, Μήλος, Άνδρος, Θήρα, Σίφνος,
Ανάφη και άλλαι. του
παγχρύσου Κάδμου.Έσωσε τον πολύπλαγκτον
Οδυσσέα εις τας
θαλάσσας
Παξών-Κερκύρας. (Αθηναγόρας
Κάδμος ἤ
Καμὼς-Σαμᾶς= Εν Δωδώνῃ, ὁ θεὸς τοῦ
Ἡλίου. Το όνομα αυτό επέζησεν ως
ανάμνησις μόνον και εφεξής συνεδέθει
προς τας Θήβας και τους Εγχέλυας της
Ηπείρου, τους όφεις, τους σπαρτούς και
τους δράκοντας εις τους οποίους μετήλλαξε
μετά της συζύγου αυτού Αρμονίας,
αναφέρεται εις τα μεταλλεία και δη του
χρυσού, ως εις το Παγκαίον και Λέσβον
και άλλους τόπους όχι άσχετους προς τον
χρυσόν, αρχικώς ήτο όνομα αρχαίας,
παναρχαίας, παλαιάς δυναστείας θεών
λησμονηθείσης.
Καζαναριό
το=Ο τόπος
όπου υπάρχει καζάνι και “σέρουν”
κουκούλια, βγάζουν δηλ.το μετάξι από
τους μεταξωσκώληκες=κουκούλια. Υπήρχαν
δε αρκετά τέτοια στο Πωγώνι κατά προτίμησι
στις αυλές σε ειδικά προφυλαγμένα μέρη.
Παλαιότερα πολλά της εγχωρίου ενδυμασίας
μεταξωτά κατασκευάζονταν από τις
γυναίκες και γι αυτό το λόγο ήκμαζε η
εκτροφή μεταξωσκωλήκων.
Καζάνι-Κοζάνη=Πόλις
Μακεδονίας που θυμίζει μέταλλο.
Καζμάς=Το
όργανο με το οποίο εξορύσσουν το
μετάλλευμα.
*Καθ-Καδ-κατ=ο
χρυσός
Καθάρσιος
ο=Επίθετον του Διός υπό το οποίον
είχεν ένα βωμόν εις την Ολυμπίαν (Παυσ.)
Καθαρών=Τοπωνύμιον
Κεφαλληνίας
Κάθεμα=περιδέραιον
χρυσούν
Καθένα-καδένα=Η
χρυσῆ ἅλυσις·
Καθερίν-Κυθερίνη=Η
πάγχρυσος Αφροδίτη και ο χρυσαλαμπής
Απόλλων, κιθαρίζων ελέγετο.
Καθέσιμον
=Τὸ ἀργύριον ἤ ὁ χρυσὸς ὁ διδόμενος
ὡς μισθὸς·
Καθήκι=Το
δοχείο της νυκτός.
Καθούρι=Ψιλή
βροχή.
Καικία=ο
άνεμος από του ποταμού Καΐκου
Κάϊκος=ποταμός
της Αιολίας.
Κάϊν=ο
αδελφοκτόνος καν
τούρκικα =το αίμα
Καινεύς=
Ο βασιλεύς των Πίθων
Καϊπώνω-ομαι=Κρύβω,
αποκρύπτω, εξαφανίζω, κρύπτομαι
εξαφανίζομαι καϊπι, “μας καϊπώθ’κε
μέσ’ από τα μάτια μας, γίνηκε καϊπι”.
Καΐρη=Πόλις
αρχαία της Τυρρηνίας εν Ιταλία πρότερον
Άγυλα καλουμένη, εις την οποίαν ευρίσκετο
ανέκαθεν το ιερόν των Εστιάδων.(Νικ.
Λορέντης)
Κάϊρο =πόλις
της Αιγύπτου.
Καίσαρας=
Ο κισσός.
Καισαράτες=Ηπείρου
τοπ.
Κάκα=κακία
ή όρνεον (Ησύχ.)
Κακά=δυνατά,
πολύ “Φώναξε κακά”=άσχημα.
Κάκαβα=Νήσος
έναντι Ηπείρου.
Κάκαβα=Νήσος
κατά τον Στράβωνα του Οδυσσέως.
Κακάβι=
Κακαβιά, καζανιά, χάλκινος λέβητας
Κακαβιά=ή
Γκαγκαβιά, Κάκα-βία(:),τοπωνύμιον Ηπείρου,
σύνορο Ηπείρου και κατεχόμενης υπό
Αλβανών βόρειον τμήμα αυτής.
Κακκάβα=πέρδιξ(Ησύχιος)
Κακκαβαρία,
Κακκάβη=Πέρδικα,
πόλις ιδρυθείσα από τους Έλληνες στη
Μασσαλία αποικίες όπως επίσης η Ολβία,
Κάννες, η Νίσα(Νίκαια), Αθηνόπολη(Θεούλη),
Κυθαριστής, Ροδανουσία, Ολιβία Ταυρέντιον,
Ηράκλεια, Αντίπολις, Καδάροσις,
Θηλίνη(Λιακόπλ.)
Κάκκαβος=η
λοπάς το τήγανον και Λίθος εν Ηλιαία
Χάλκινο μαγειρικό σκεύος με χέρια.
Κάκαλα
=Τείχη.
Κακαλίς=Νάρκισσος.
Κακκόρ=Ο
μικρός δάκτυλος (Λάκωνες).
Κακοβάνω=Διαλογίζομαι
όχι καλό.
Κακόλακκος=κακο+λακο=κοιλάς,
γούβα, χωρίον Πωγωνίου Ηπείρου. (Σημ.
Μ.Σ πολλά από τα χωριά του Πωγωνίου
–Ηπείρου και πολλών άλλων της Ελλάδος
έχουν αλλάξει ονομασία από την αρχική
τους διότι ακούγονταν παράξενα κι άλλοι
τα βάφτιζαν τούρκικα, άλλοι σλαύικα κι
αυτά ήταν Πελασγικά…κάτι που έχει γίνει
και σε πολλούς δρόμους των Αθηνών)
Κακοπορεύω=Κακοπερνώ,
κάνω άσχημη ζωή.
Κάκοψο=Τα
αμύγδαλα και καρύδια κυρίως εκείνα που
δεν ανοίγονται εύκολα και το φαϊ τους
βγαίνει θρυματισμένο, το αντίθετο είναι
Κάλοψο.
Κάκω
ή
θειάκω= Η κυρά,
η θεια.
Καλ-Κολ
*Καλ=Αρχικώς
αναφέρεται εις το ύδωρ.Αρχικώς το ύδωρ
ελέγετο κολητικό.
Καλα-βρία=Πόλις
της ανατολικής χερσονήσου κάτω Ιταλίας.
(βλπέπε λέξη) που περιελάμβανε τη μεγάλη
Ελλάδα (Απουλία, Λευκανία και Καλαβρία).
Καλά-βρυτα
πόλις της Πελοποννήσου Καλαβρία=την
Μεσαπίαν χώραν.Ρίνθων (Ησύχιος)
Καλαυρ(ε)ία
=ονομαζόταν
το νησί Πόρος στα αρχαία χρόνια και ήταν
έδρα αμφικτιονίας που περιελάμβανε την
Ερμιόνη, Επίδαυρο, Αίγινα, την Αθήνα,
τις Πρασιές, τη Ναυπλία και το βοιωτικό
Ορχομενό. Με την παρακμή των Πρασιών
και της Ναυπλίας έγιναν μέλη της
αμφικτιονίας η Σπάρτη και το Άργος. Ο
Πόρος αποτελείται από δύο νησιά που
χωρίζονται από στενό και αβαθή πορθμό.
Ο Παυσανίας λέγει πως από τα νησιά που
ανήκουν στους Τροιζηνίους το ένα
βρίσκεται κοντά στη ξηρά και μπορεί να
περάσει κανείς και πεζός
λεγόταν Σφαιρία
ενώ το μεγαλύτερο
Καλαυρία.Καλα-δί=Κυθήρων
Καλα-μάς=ποταμός
Θεσπρωτίας ο Θύαμις-Σιμόεις
Καλά-μι=
Τοπωνύμιο Κερκύρας
Κάλα-μος=τοπων.
Αττικής Κάλαμος
στα ποτάμια κλπ.
Κάλα-μους=Ποταμός
στη Νεμπράσκα των ΗΠΑ. Οι καλαμιές
βρίσκονται σε κάθε ποτάμι. Καλαμο-κάννες
Κύπρου
Καλα-πόδι=Συνοικία
Δελβίνου Ηπείρου
Καλα-ρρύτες=Ιωαννίνων
τοπωνύμιο
Καλάς=Φυλή
του Αφγανιστάν καταγόμενοι από Έλληνες
στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο
Πολλύαινος στα “Στρατηγήματά” του
αναφέρει πολεμιστή με το όνομα Κάλας
ο Μακεδών.
Καλάσσα=φυλή
στο Β.Δ. Πακιστάν με ρίζες Ελληνικές
όπως οι ίδιοι σήμερα ακόμη ζουν κι
επιμένουν για την καταγωγή τους,
πιστεύοντας στην πολυθεΐα (Ελληνική
Διεθνης Γλώσσα)
Καλα-ύρεια=Νήσος
του Αιγαίου πελάγους ο σημερινός Πόρος.
Καλα-φατιώνες=Χωρίον
Κερκύρας.
Καλη-δώνηδες=
Μακεδονία τοπνμ., Καληδόνιοι
έθνος μέγα της νήσου Βρεττανίας κατοικούν
εις την σημερινήν Σκωτία περί τα αυτόθι
Καληδόνια
όρη Πτολ. β΄,
Καλέ-ντζι=Ηπείρου
κα Πελοποννήσου
Κάλι=
Λέξη αρχαία ελληνική, πρωτεύουσα του
νομού Βάλλιε δελ. Κάουκα της Κολο-μβίας.
Κάλι-ου=Ηπείρου
τοπ.
Κάλι=θεότητα
της κατστροφής και του θανάτου, σύζυγος
του Ινδού θεού Σίβα
Καλι-ούδη,
Καλουδαί=Ηπείρου
τοπν.
Καλιά=Κερκυραϊκή
και Πελοπονν. έκφραση “πήγε
καλιά του”
πέθανε. αρχ. λέξη καλιά=καλύβα,
αποθήκη, φωλιά (Χαρ. Μπαλτάς)
Καλιακούδα=
Είδος κολοιού, η καρακάξα.
Καλίκια=Πρόχειρα
ξύλινα υποδήματα.
Κάλινθος
= Ο οἶνος καὶ χάλις καὶ ὁ
Διόνυσος-οἶνος ὁ υἱὸς τῆς
Διώνης, ὡς ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶχε σύμβολον
τὴν περιστερὰν, υἱὸς ὑπάρχει τῆς
περιστερᾶς· περιστεραὶ δὲ ἀνέθρεψαν
αὐτὸν, αἱ Ὑάδες, ἀδελφαὶ τῶν Πελειάδων
νυμφῶν-περιστερῶν.
Καλιφόρνια
=πολιτεία των ΗΠΑ-καλλιφορνίτης=
σπάνια παραλλαγή του ορυκτού βεζουβιανού,
χρώματος πρασίνου (Πρωΐας) Καλιφόρνια
Kalifornia calif alkoninai iforar=πόλις Ορχομενού
Εφύρας (Καραβά-Γαλάνη Μ.)
Καλκάνι=Το
αέτωμα του σπιτιού.
Κάλλητα=Τα
κάλλη, τα χαρίσματα φυσικά και επίκτητα.
Καλλονή=Πόλισμα
της Λέσβου, η αντικαταστήσασα πιθανώτατα
την Αρίσβην.
Καλλονή=Καθιστώ
το πρόσωπον ροδόχρουν.
Καλ-λαΐς=γένος
Ιθαγενών (Ησύχιος)
Καλ-λιάο=Πόλις
και λιμάνι του Περού.
Κάλ-λιε-Κάλ-ιε=Ποταμός
της Ν. Χιλής ο οποίος ενώνεται με τον
ποταμό Κρούσες και σχηματίζει τον ποταμό
Βαλτίβια.()
Καλ-λίαρος=πόλις
Καλ-λιρόη=κρήνη
εν Αττική
Κάλλια=Κάλλιο,
Καλλίτερα.
Κάλλιον=
Ο επί της κεφαλής του Αλεκτρυόνος
σαρκώδης ερυθρός λόφος.
Καλλίας=Ο
πίθηκος ο κοινώς κοκκινόκωλος, πάντα
έχων σχέσιν προς το ρόδινον χρώμα, το
πορφυρούν.
Καλλιπάρηος=
Ροδοπάρηος. Η αμφίπολος της Πηνελόπης
λέγεται υπό του Ομήρου Μελανθώ
καλλιπάρηος.
Καλλιρόη=
Όνομα πολλών πηγών.
Καλ-όγεροι
= Εις την αρχέγονη γλώσσα το μέλαν και
ερυθρόν ήσαν ταυτοσήμαντα.Το πρώτο
συνθετικό της λέξεως
Κάλι σημαίνει
το μέλαν, το ερυθρωπόν, το δεύτερον μέρος
σημαίνει βράχος, πέτρα, ώστε η έννοια
της όλης λέξεως είναι μαύραι, πέτραι,
Μέλαιναι-Ερυθραί άκραι.Αρχική ονομασια
ήτο Γυραί ή Γεραί-Κυραί-Χοιραί. Όλοι
αυτοί οι καλόγεροι είναι βράχοι ή βραχώδη
και σπηλαιώδη ακρωτήρια ανάγοντα την
αρχήν των με τας Γυράς
Πέτρας (βλέπε
λέξη) των Παξών.
Καλογέρου
Κάβος=Κρημνώδης
και απότομος άκρα εις Αντιπάξους.
Καλόγεροι=Εν
Κρήτη εν τη επαρχία Ιεράπετρας-Γεράπετρας.
Καλόγεροι=Σκόπελοι
ΒΑ της Άνδρου αι λεγόμεναι και Γύαροι.
Καλόγεροι=Εν
τη επαρχία Τρικκάλων.
Καλογήρου=Χωρίον
εν τη επαρχία Γυθείου.
Καλόγρια
=Παρά το αρχαϊκό
ακρωτήριον Αράξου Πατρών.
Καλόγριας
=Ακρωτήριον της Χερσονήσου Παλλήνης εν
τη Χαλκιδική.
Καλόγερος=Παρά
την Άνδρον.
Καλόγηρος
=ΝΔ της Σικίνου.
Καλόγερος
και Καλογριά=Εν
Κιμώλω.
Καλντερίμι=Καλ-δερίμι,
Καλός-δρόμος, λιθόστρωτος
Καλογέρου
Κάβος καὶ Τάφρος Καλογήρου= Βραχώδεις
τοποθεσίες εις Παξούς.
Καλόγεροι
=Εν Κιμώλω και σε άλλα παράλια της
Ελλάδος. Απαντα είναι βράχοι ή βραχώδη
και σπηλαιώδη ακρωτήρια σχετιζόμενα
με τας Γυράς πέτρας των Παξών .
Καλόγρια=Μπουκάλα
στην Ήπειρο.
Καλοδίκι=Ηπείρου
τοπ.
Καλοί=Των
Οριών εις την Λέσβον λέγονται οι μαύροι
δαίμονες με μάτια σαν αστροπελέκι.
Καλοκρένω=Ομιλώ
επαινετικά.Κακοκρένω =Κακολογώ.
Καλοπέσουλο=
Συγκαταβατικό.
Καλοπίχειρα=Ευκόλως,
επιτηδείως.
Καλούδια=Δώρα
προσφερόμενα κυρίως στα παιδιά.
Καλπάκι=Τοπωνύμιο
Ηπείρου
Κάλπη=Ίππος
βαδιστής και είδος δρόμου.
Κάλπις=Υδρία,
στάμνος.
Κάλπος=Είδος
ποτηρίου.
Καλτάκα=Γυναίκα
πρόστυχη, πολύξερη, βρωμούσα.
Κάλτσα=Η
κάλτσα χωρίς τη φτέρα και τη λαπούδα,
δηλ. Μόνο το καλάμι, χωρίς το κυρίως
πόδι, συνδεόμενη στα δυο της μέρη με
ειδικό θηλύκωμα που περνάει κάτω από
το πέλμα, όπως π.χ. η η εξωτερική κάλτσα
των ευζώνων.
Κάλτσες=Πλεχτές
βαμβακερές ή μάλλινες, άσπρες στην
Ήπειρο χρωματιστές στην Κέρκυρα και
ανάλογως διάφορα κεντίδια.
Καλύβα=Στις
άκρες του χωριού κάθε οικογένεια έχει
τη δική της πέτρινη καλύβα-είδος μικρού
σπιτιού- που χρησιμεύει ως αποθήκη
τροφής για τα ζώα. Κοντά σ’ αυτή
συνεχόμενο σχεδόν και ένα πέτρινο αλώνι
για το αλώνισμα των δημητριακών κ.α.
Καλυδών=Αρχαιοτάτη
και σημαντικότερη πόλις της Αιτωλίας,
εις την όχθην του Ευήνου ποταμού.Η πόλις
έλαβε το όνομα από τον υιόν του Αιτωλού
και της Προνόης ο οποίος ονομάζετο
Καλυδών και θεωρείται ο ιδρυτής της
πόλης .Εκεί συνήγθφ σφοδρά μάχη μεταξύ
Αιτωλών και Κουρήτων.
Κάλυξ=
“Κόσμος εκ
ρόδων”
Κάλυξ=
Νεαράς Ήβης.
Καλύκιον=Μικρόν
ρόδον.
Κάλυκες=Γυναικεία
κοσμήματα.
Καλύδαι=Αι
νήσοι πλησίον της Ρόδου
Καλυδών=Παρά
τον Εύηνον ποταμόν.
Καλυψώ=
Σημαίνει την Εσπερίαν. Ναυσίθοος
+Ναυσίπλοος υιοί της Καλυψούς ονόματα
αποκλειστικά της νήσου των Φαιάκων.
Άλλος υιός αυτής ο Αίσων, Αύσων εξ ου
και το Ιόνιον πέλαγος ελέγετο και
Αισώνιον, Αυσώνιον και Αύσωνες οι
κάτοικοι της Κερκύρας-Παξών.
Καλυψώ=
Κόρη του Άτλαντος, αλλά Ατλαντίς ελέγετο
και η Κέρκυρα και οι Παξοί μέρος των
οποίων κατεβυθίσθη το μεταξύ Λευκίμμης-
Παξών, η
καταβυθισθείσα Ατλαντίς.
Η νησος της Καλυψούς ελέγετο Μελίτη ή
Μίλητος. Μελίτη δε η Ωγυγία κατά τον
Όμηρο.
Καλυψώ=Η
μέλαινα ήτις είναι και η εσπερίς.
Καλυψώ=
υπό του Ομήρου καλείται η “πότνια Νύμφη”
η εγγενής των Παξών, η εκπροσωπούσα τους
θησαυρούς του πατρός της Άτλαντος, η
και “δολόεσσα” ως και Κίρκη καλούνται
δε ούτω δια την χρυσήν των υπόσατασιν.
Θόλος ή Δόλος
είναι το μέρος η αποθήκη του χρυσού.
Κάλχας=Ποταμός
, Στράττις τον ποταμόν φησίν, ος έστι
της Χαλκίδος.
Κάλχος=Βασιλεύς
των Λαυνίων αγαπήσας την Κίρκην, ήλθεν
εις την νήσον όταν ευρίσκετο και ο
Οδυσσεύς υπό της οποίας μετεμορφώθη κι
αυτός εις χοίρον.
Κάλχη=Μαλάκιον
το λεγόμενον πορφύρα.
Κάλχη ἢ
χάλκη= Εχούσης στενὴν συγγένειαν
μὲ τὸ ἐρυθρόν, τὸ πορφυροῦν χρῶμα.
Καλχίτης=Το
ερυθρόν υπεροξείδιον του σιδήρου. Εκ
της Ελληνικής παρέλαβον την ρίζαν Καλ
και αι άλλαι γλώσσαι δηλούσαι το μέλαν.
Κάμα=Η
αμφίστομη μάχαιρα. Η κάψα.
Καμάν=
Κατά τον
Ησύχιον, οι Κρήτες έλεγον τον αγρόν
σημαίνον τόπον δίυγρον.
Καμάραι=
Χωρίον Κερκύρας, πλησίον Κυνοπιάστες.Υπόνομος
που διοχετεύονται τα ύδατα.
Καμαρίνα,
Καμάρα= χωρίον
Ηπείρου.
Καμάρινα=αρχαία
πόλις Σικελίας
Καμάρα=παραθαλάσσια
πόλις της Κρήτης.
Κάμαρα=κοιτών
καμάρας έχων, η από της αμάξης σκηνή
(Ησύχιος)
Καμάραι=
ζώναι στρατιωτικαί.
Καμαράκι=Δελφίνι
Ωρωπού το και Καμαράκι λεγόμενον, όπου
και λείψανα δεξαμενής καλουμένης“μανδράκι”.Καμάρα
και εις Παξούς, Καμάρες και εις Κέρκυρα
βλ.Μάνδρα).
Καμαρώνω=Έχω
τα βλέφαρά μου προς τα κάτω,
χαμηλοβλέπω.Εθιμ.Καμαρώνουν οι νυφάδες
την ημέρα του γάμου και αρκετές μέρες
μετά από αυτόν.
Καμάς-Σαμάς=Ο
θεός του Ηλίου εν Δωδώνη
Καματερή=Μέρα
καματερή, κάματος =εργάσιμη, καθημερινή.
Καματερό=
Τοπωνύμιον Αττικής φημισμένο για τα
νερά του.
Καματερό=Το
βώδι που αροτριά.
Καματηρά=Λέγονται
συνήθως οι αμπελόφυτοι τόποι εν Αττική.
Καμβυσηνή
και
Ξερξήνη=από
Καμβύσου και Ξέρξου, Περσικαί χώραι
(Στεφ. Βυζάντιος) Καμβάς
χονδρό ύφασμα αραιότατα πεπλεγμένο
χρησιμεύον ως βάσις εις την εκτέλεσιν
κεντημάτων Κάμβιος=πρωτογενής
ιστός των φυτών και Καμβύσας επώνυμον
Κερκύρας (Πρωΐας)
Καμένο=Χωρίον
υδατοβριθούς. ὕδατα τοῦ Καμένου
ὀνομαστὰ.
Καμέλα
=Τὸ ποτήριον·
Καμέα-καμέο=Λίθος
(σαρδόνιος, όνυξ, αχάτης) έγχρωμος και
λίαν σκληρός χρησιμοποιούμενος εις την
κατασκευήν αναγλύφων ή εγγλύφων
δακτυλιολίθων. Ανάγλυφο κόσμημα. Αρχ.η
κάμινος εγκατάσταση
και κατασκευή με πολύ δυνατή θέρμανση
για το λιώσιμο μετάλλων, ασβεστοποίηση
λίθων κλπ.Καμίνι
υποκοριστικόν.
Καμινιά=Ηπείρου
και Καμίνια
Κερκύρας
Καμμανία=μοίρα
Θεσπρωτίας, μετωνομάσθη δε Κεστρινία
(βλέπε λέξη), εξ ής Κάδμος-Κάμος
ο ποταμός, Κεστρίνος δε κτίσμα Κεστρίνου
του υιού Ελένου του Πριαμίδου (Στεφ.
Βυζάντιος)
Καμπαλέας=Καμπύλας,
καμπουλίρ=ελαίας είδος, καμπαλέρος,
κάμπτειν “το
εν τη ωδή καμπάς ποιείν.”Ησύχ.
Κάμπος=
Θαλάσσιον τέρας· καμψάκης ἀγγεῖον
ὑδατοδόχον·
Κάμπος=Η
πεδιάς, η δίυγρος.
Κάμπος=Ιπποδρόμος
Σικελοί (Ησύχ.)
Καμπουλίρ=Είδος
ελαίας Λάκωνες (Ησύχ.)
Καμπούρης=
Κάμπειος δρόμος, καμπύλος.
Καν=
Το ερυθρόν
πρόκειται περι βράχων.Αι ρίζαι κιν,
κνα,κνι, χνα, χαν
αναφέρονται εις το χρώμα το ερυθρόν. Το
ίδιο επίσης από τη ρίζα κυτ
και κυδ σημαίνουν
το ερυθρό. (βλέπε Κυδωνία)
Καν=Αλλά,
και δη αν (Ησύχ.) “...ου
καν με πείσεις”)
Κανά=Κανένα
(δώ μου κάνα φράγκο...)
Καναβάτσα=Η
καναβένια τριχιά.
Κάναβος=
Τοπωνυμία Άνδρου
Καναβοτόπι-πια=Τόποι
που παλαιότερα έσπερναν κανάβι
χρησιμοποιούμενο σε πρωτόγονη επεξεργασία
για διάφορες καθημερινές ανάγκες.
Κάναδοι=Σιαγόνες,
γνάθοι. Καναδάς-Καναδοί
Κάναθος=
Εν Ναυπλίω νησίς.
Κάναι=
Ελέγετο
πόλις σμικρά
τῶν ἐκ
τοῦ Κύκνου
Λοκρῶν ἢ
τῆς Αἰολίδος
κατὰ τὰ
νοτιώτατα ἄκρα
τῆς Λέσβου.(Αθηναγόρας)
Καναία=
Τα σημερινά
Χανιά-Κανιά-Candia, Χάνδαξ κείμενα
επί της θέσεως που έκειτο άλλοτε
η Κυδωνία.
Κανα-κάδες=
Κοινότητα
Μαρμάρου Κερκύρας. κανακάρης=χαϊδεμένος
Κανάκη=Η
θυγάτηρ του Αιόλου, αδελφή του Μάκαρος
και μήτηρ του Τριόπα.
Κανάκι=
Μικρά νησίς παρά την Σαλαμίνα.
Κανα-λέτο=Κερκ.
Μπουκάλι για νερό ή άλλο υγρό.
Κάνα-λη=Η
υδρορόη.
Κανά-λι=Αυλάκι,
διώρυγα κ.α.σήμερα υπονοούμε σύστημα
μεταδόσεως Τι-Βι κλπ.
Κανά-λια
Κερκύρας και άλλα μέρη = Έχουν σχέση με
τα ύδατα.
Κανα-λάκι,
Κανάλα
=Τοπωνύμιο Ηπείρου
Κανα-λουσού=
Τριφυλίας.
Κανα-πίτσα=παραλία
Σκιάθου
Κανάριοι
Νῆσοι ἢ Νῆσοι τῶν Μακάρων= Αντίτυπον
τῶν ἡμετέρων ἑλληνικῶν Νήσων
Μακάρων-Παξῶν, ὑπὸ τῶν Ἀράβων ἐλέγοντο
καὶ «Ἑλλάδα»!
Κανα-στραία=ακρωτήριον
Χαλκιδικής
Κανάτι=Το
εξωτερικό παραθυρόφυλλο, οι γρίλιες.
Τα κανάτια βρίσκονται προς το μέσα μέρος
του σπιτιού, ακολουθούν τα τζαμόφυλλα
κι` έπονται οι “σιδεριές”.Δηλ. Όταν
κλείνουν τα παράθυρα απ’ έξω φαίνονται
πρώτα τα προφυλακτικά σίδερα, “σιδεριές”,
μετά τα τζάμια και παραθυρόφυλλα.
Κανατσέλι=Το
μικρό οικιακής χρήσεως ελαιοδοχείο,
άλλως λαδερό.
Καναχέω
καὶ καναχίζω= Ηχῶ, βροντῶ.
Καναχὴ=
ἦχον, βροντὴν· καὶ κάνη, κύνι, κύναιον
ἀκρωτήριον, τόπος ἀνεμώδης, τρικυμιώδης,
εἰς τὸν ὁποῖον ἐκσπῶνται τὰ κύματα
ἠχοῦσι θορυβωδῶς, ταραχωδῶς, προξενοῦντα
ψόφον, κρότον, βρόντο, ὑλακὴν.
Κανδαύλης=
Βασιλεύς της
Λυδίας,έχει την έννοια θαμπώνομαι από
τον ήλιο.
Κανδήλα=Δήμου
Σολίου Βονίτσης.
Κανδήλιον=Όρος
Ηπείρου.
Κάνεβος=
Βονίτσης.
Κανένε-Κανδήλα=Δήμου
Σουλίου.
Κάνεον,
κάνεα=Εκ
καλάμου πεπλεγμένα, τα οποία ο Ομηρος
ονομάζει χάλκεα “χάλκειον κάνεον” και
“χρύσεια κάνεια”.
Κάνη
και Κάνναι=Όρος
(Μελετίου παλαιά Γεωγραφία). Κάνες
(οι) πόλη της
Γαλλίας στην Κυανή
Ακτή.
Κάνη
και Κάντανος
= Πόλις της Κρήτης.
Κάνεαι
νῆσοι=Οι των Παξῶν, τὰς νήσους τοῦ
Αἰόλου, αἱ ὁποῖαι λέγονται καὶ,
Κυανέαι, κυάνεοι δὲ, κατὰ τὸν Φώτιον,
ὁ ἀφρὸς τῆς θαλάσσης· καὶ νῆσοι
τῶν Σειρήνων. Κάνναι
Κάνη=Πόλις
της Λέσβου. (Από
το Λεξικό Πρωτογόνων Λέξεων Μ.Στούπη)
Κάνη,
Κάνα, Κύνι, Κήναιον= Ονομασίαι
των Γυρών πετρών-Γερομονάχου.
Κάνη,κύνι,
κύναιον, Κανόνι=Ακρωτήριον,
τόπος ανεμώδης, τρικυμιώδης, εκσπώντα
τα κύματα ηχούσι θορυβωδώς, προξενούντα
κρότον, βρόντο, υλακήν. (Αθηναγόρας)
Κανθάρες=
Αμπέλου εἶδος.
Κανθαρίτης=
Οἶνος.
Κανθάρου
λιμήν=ούτω
καλείται εν Πειραιεί (Ησύχιος)
Κάνι=Το
κυανούν.
Κανιζέλα=στενός
ακάλυπτος χώρος που χωρίζει δύο οικοδομές
που δεν εφάπτωνται ώστε να αποστραγγίζονται
ελεύθερα τα νερά κάθε ξεχωριστής
κεραμοσκεπής (Κερκ.)
Κανίσκι
=αρχ.κάνιστρον(κέρκ.) κανίστρι καλάθι
αβαθές, πανέρι.Τα δώρα τα φαγώσιμα που
προσφέρονται ιδίως σε γάμους, βαφτίσια
κλπ.
Κανίστρα=Πλεχτό
με ξυλόβεργες καλάθι που πάνε το στάρι
στην εκκλησία (κόλυβα
–σπερνά, για
μνημόσυνο)
Κάνναβις=Σκυθικόν
θυμίαμα, ο τοιαύτην έχει δύναμιν, ώστε
εξικμάζει(ν) πάντα τον παρεστώτα. Έστι
δε φυτόν τι λίνω όμοιον, εξ ού αι Θράσσαι
ιμάτια ποιούσιν. Ηρόδοτος. τούτου το
σπέρμα θυμιώσιν (Ησύχιος)
Κάνναι=Ψίαθοι
(ψαθί). Τα Αιγύπτια πλέγματα τα λεγόμενα
κάνναθρα.
Κάνναι=
Είδος γης
χρυσολίθου.
Κάνναι=Όνομα
αρχαίας πόλεως της Απουλίας, ένθα ο
Αννίβας ενίκησε τους Ρωμαίους το 216 π.Χ.
Κάναι όνομα παραλιακής πόλεως της
μεσημβρινής Γαλλίας.
Κάνναι κρατίδιον
Γαλλίας. Έχει παρατηρηθεί ονόματα πόλεων
στον Πληθυντικό όπως Αθήναι, Πάτραι,
Σέρραι κλπ. είναι από συνοικίες και
χωρία που συγκεντρώθησαν σε μία
πόλη.Κάνναι=πόλις
κοντά στην Καρθαγένη (βλέπε λέξη)
(Στ.Βυζάντιος.)
Κάνναθρα=Άμαξα
έχουσα πλέγματα, υπό των οποίων πομπεύουσιν
αι παρθένοι, όταν εις το της Ελένης
απίωσιν.(Ησύχιος)
Καννώνου
πανδόκιον=
πανδοχείο με ψάθινο πλέγμα
Κανόνι
= Τοπωνυμία
Παξών και Κερκύρας δηλώνουν τα ύδατα.
Κάνουλα=
σωλήνας μετά στρομφάλου όπου κανονίζεται
η εκροή υγρού, κρουνός.
Κανούτα=Η
γίδα με τις φαιόξανθες τρίχες.
Καντάρα=
Κύπρου
τοπωνυμία.
Κάντζικος=
Κονίτσης
Ηπείρου.
Καντούνα=
Κρήνης. Καντούνι=στενός
δρόμος, πλατύ
Καντούνι-Κερκύρας.
Κατούνα=Πωγώνι.
Κανίκλειον=Δοχείον
το περιέχον την ερυθράν μελάνην των
Αυτοκρατόρων.
Κάνωπος
ή Κάνωβος=Αρχαία πόλις της κάτω Αιγύπτου
κειμένη επί μιας μικράς νήσου κατά τας
εκβολάς του Νείλου ποταμού εις την
Μεσόγειον θάλασσαν. Κάνωβος
ήταν ο κυβερνήτηςτης νηός του Μενελάου,
ότε ούτος ήλθεν ενταύθα μετά της Ελένης
μετά του οποίου ελθών εις τη Αίγυπτον
απέθανεν ενταύθα, ταφείς υπό του Μενελάου
πλησίον του δυτικού στομίου του Νείλου
το οποίον ωνομάσθη απ’ αυτού
Κανωβικόν.Ηροδοτ.
Κάπα=Είδος
μαλλίνου επενδύτου, μετά ή χωρίς χειρίδες.
Καπαδοκικό=Χωρίο
Καρδίτσας, Καππαδοκία Μεγάλη επαρχία
Μ.Ασίας.
Κάπος,
Κάφος, κάφυς, Κύφις Κάφουρα, Καφύρες
λέγονται οι
ρώθωνες εν Καλαβρύτοις,
Κάθυρα, Κάπυρα, Κάπυροι αι
χοάναι της ρινός εν Κρήτη
Καράζω, Καφύρις, Κάφα-Κιάφα, Καγιάφα,
Καφάς, Κάπουλος ο
φάρυγξ, ο πόρος του πνεύματος
Καπα-κώνω=
Σκεπάζω, αποκρύπτω, συμφιλιώνω. Τα
καπάκωσαν=τα απεσιώπησαν.και καπάκι
της κατσαρόλας, καπέλλο κλπ.
Κάπος=το
πνεύμα (Ησύχιος)
κάπος και
κάφος το πνεύμα
(Ευστάθιος)
Κάπος,
Κάφος, κάφυς, Κύφις Καπακώνω=
Σκεπάζω, αποκρύπτω, συμφιλιώνω. Τα
καπάκωσαν=τα απεσιώπησαν.
Καπα-νδρίτι=τοπων.
Αττικής
Καπαρτίζω
-ομαι=Στολίζω,
συμμορφώνομαι σε εμφάνιση στολισμό,
στρώνω σε ομορφιά, φορμάρομαι,
υπερυφανεύομαι κ.α.
Καπατσάρω=Ίδια
έννοια με το καπακώνω.
Καπερναούμ=χωρίον
παρακλήσεως
Καπέτα=Το
τσάκισμα των σγουρών μαλλιών. (Ηπειρος)
Κάπετος=τάφος,
όρυγμα, βόθρος
Καπετώλιον
=όρος
Καπετώλιος=ο
Ζευς(Ησύχιος)
Καπζί
το=το παιδί,
τα καπζία τα παιδιά (Λάκωνες)
Κάπη=φάτνη
Κάπια=Τα
σκόρδα (Ησύχ.)
Κάποις=Κήποις
Κάπος=Ψυχή,
πνεύμα (άπος), και ο του φοίνικος φλοιός
εν ω κέκρυπται ο καρπός. Και η πρώτη
έκφυσις,
Καπότα=Χονδρός
επενδυτής, κάππα λεγόμενη από μαλλί
αιγός μετά κουκούλας.
Κάππα= η
κάπα του βοσκού αλλά και Καππάτια=γυναικεία
Ιμάτια(Ησύχ.)
Κάπος,
Κάφος, κάφυς, Κύφις, Κάφουρα, Κάθυρα,
Κάπυρα, Καπύρι, Κάπρι-Καπρίη-Κάπουλος=ο
φάρυγξ, ο πόρος του πνεύματος εν Αμισώ,
καφούρα
η αναθυμίασις. εν Κυτυώροις ο ατμός ο
αναδιδόμενος εκ ζέοντος ύδατος, εκ της
θαλάσσης ή της υγράς γης, καφούρισμα
η εξάτμισις
Καπριαί
= Πόλις
Ιταλίας.
Κάπραινα=χωρίον
Βοιωτίας, χώρας Ορχομενού
Κάπρι
= Πόλις
Ιταλίας.
Κάπρι=Γουρούνι
(προϊστορικά, είχε την έννοια του χρυσού)
Κάπρος=α)Νήσος
μικρά και λιμήν της Χαλκιδικής χερσονήσου
πλησίον των Σταγείρων εν
Μακεδονία.β)Κάπρος=Ποταμός
της Φρυγίας ρέων πλησίον των Κολοσών
και εισβάλλων εις τον Μέανδρον.γ)Κάπρος=Ποταμός
μέγας τηςΑσσυρίας όστις ρέων ανατολικώς
χύνεται εις τον Τίγρυν, τανύν μικρός
Ζαβ ή Ζάβατος (=πίναξ ιχθυηρός παρά
Παφίοις.)
Καράζω,
Καφύρις Κάφα-Κιάφα, Καγιάφα, Καφάς,
Καφηρεύς=έχουν
σχέσιν προς το πνεύμα, τον αέρα, τον
άνεμον.
Κάπτω ή
χάφτω=Λαιμαργία, την καταβρόχθιση.
Κάπυρα-κήπυρα
ή κάθυρα-κήθυρα=
Προήλθεν η ονομασία των νήσων Κηθύρων
και της Κηθύρης-Αφροδίτης.
*Κὰρ
=Σημαίνει τὴν ἄμπελον καὶ τὸν οἶνον.
Κὰρ= Έχουσα
σχέσιν πρὸς τὴν λάμψιν καὶ σημαίνει
σκάπτειν, ὀρύσσειν μεταλλεύεσθαι.
Καρ, Κᾶρες,
Κάρηνον, κάρηνα =Κεφαλή (ανθρώπων
και ζώων).
Καρ=Γένος
Καρικόν.θάνατος.φθειρ, πρόβατον.
Καρ - κράτος
=Η κεφαλὴ κυριολεκτεῖται ἐπὶ τῶν
ὑδάτων. Μετέπειτα η λέξη κάρα (όπως
και τόσες άλλες) πήρε και την έννοια του
μαύρου ή ισχυρού
Κάρα=
Κεφαλή. Αίξ ήμερος Πολυρρήνιοι, υπό
Γορτυνίων, άλλοι δε η συκή. Ίωνες τα
πρόβατα και την κεφαλήν (Ησύχιος).
Κάρα=
ποταμός της Ρωσίας ο οποίος πηγάζει από
τα Ουράλια και εκβάλει στη θάλασσα του
Κάρα, Αρκτικού Ωκεανού, Β των Ουραλίων.
(Λιακόπουλ.)
Καράβα
=η υψηλότερη
κορυφή του
Θεσσαλικού τμήματος της Πίνδου (Πρωΐας)
Καραβά-Γαλάνη
Μαρίνα Φιλόλογος
ερευνήτρια όπως και
η Στούπη Μαρία
μουσικός πιανίστα ερευνήτρια μπόρεσαν
να εξηγήσουν η καθε μία ξεχωριστά και
να συνταυτιστούν ως προς το θέμα του
πολυφωνικού συστήματος της γραφής και
της πολυφωνίας των ήχων. Η Κ.Γ.Μ. μέσα
από τη γνώση και των ξένων γλωσσών
μπόρεσε να αποκωδικοποιήσει λέξεις με
φωνήεντα και σύμφωνα του πολυφωνικού
συστήματος γραφής, όταν όμως σταμάτησε
η χρήσις του πολυφωνικού, χρησιμοποιήθηκε
το μονοφωνικό.Το αλφάβητο της αρχαίας
ελληνικής, έχει πολυφωνικό σύστημα στο
κάθε του γράμμα και οι λέξεις έχουν
συνεπτυγμένη
μορφή γιατί τα ίδια τα γράμματα
αποβάλλονταν αυτά που περιελάμβανε η
λέξη. Ετσι για να τις διαβάσεις πρέπει
να ξεδιπλώσεις τους φθόγγους που τις
περισσότερες φορές το ίδιο
γράμμα έχει διαφορετική σημασία. π.χ.
“Το Εψιλον
των Δελφών” η Καραβά-Γαλάνη
Μ.αποκρυπτογράφησε από το πολυφωνικό
σύστημα:Ε=Εψιλον=επσιλον=νολσιπε
εσπι=Δελφική αρχή.- Υπήρχαν κι άλλοι
φθόγγοι που σήμερα δεν χρησιμοποιούμε.
Γνωρίζουμε ότι αρχικά η ομιλία των
αρχαίων Ελλήνων και μόνον αυτών ήταν
Προσωδιακή. Οι φθόγγοι των αρχ. Ελλήνων
δεν ήταν 7 όπως είναι σήμερα, και ούτε
είχαν συγκεκριμένο σχήμα σε 5γραμμο
αλλά χρησιμοποιούσαν τα γράμματα.Κάθε
φωνήεν είχε το δικό του φώνημα- φθόγγο
και διάρκεια, άλλο η-άλλο- ι, άλλο- υ. Μετά
τα φωνήεντα έγιναν δίφθογγοι. Τότε
σταμάτησε η προσωδία, και επικράτησε
το μονοφωνικό σύστημα για τη γραφή, ενώ
για τη μουσική αρχίζει άλλη εξέλιξη.
Εμείς
σήμερα οι Νεοέλληνες δε γνωρίζουμε την
πραγματική σημασία των λέξεων που
μιλάμε, αλλά την έτοιμη γλώσσα αυτή που
κλείσαμε μέσα σε συγκεκριμένα γράμματα,
αποκόπτοντάς την από την πλούσια
πολυφωνική αξία τους. Αυτή που μας
δημιούργησεν όλη αυτή τη δυναμική και
πλούσια εκφραστικότητα με την ποικιλία
των πολλών συνωνύμων. Σ’ αυτή την μεγάλη
έρευνα που ήταν δύσκολη κι επίπονη,
βοήθησε κι ο ερευνητής Τσιόγκας Ταξιάρχης.
Ως
προς τη μουσική η Μαρία Στούπη μέσα από
τη δική της έρευνα χωρίς καμία συνεργασία
με τους δύο αυτούς ερευνητάς, αφού
εντόπησε την προσωδιακή κατάσταση της
γλώσσας μας, αργότερα κατάλαβε ότι κάθε
γράμμα ήταν ένας φθόγγος. Γι αυτό όταν
οι βυζαντινοί ψέλνουν έναν ύμνο, η
μουσική τους δεν έχει 7 νότες ούτε 5 ούτε
8. Περνάνε πολλοί φθόγγοι με διαφορετικό
άκουσμα. Κι αυτό δίνει τη δυνατότητα να
δίνει ένα άλλο είδος μουσικής που έχει
καταγραφεί μαζί με το Δημοτικό τραγούδι
με την πλούσια μελωδία του, τους άπειρους
ρυθμούς και μοτίβα ατέλειωτα.
Με
τα στοιχεία αυτά και τις πληροφορίες
που δίνουμε ίσως κάποιος άλλος μπορέσει
να συνεχήσει την έρευνα για να ολοκληρωθεί
το μεγάλο αυτό θέμα η αρχή της ομιλίας,
της γραφής και της μουσικής των αρχαίων
προγόνων μας.
Καραβόμυλος=Παράλια
Κεφαλληνίας
Κάραβος=Εν
Άνδρω, θαλάττιον ζώον (Ησύχιος).
Καραβάνι=Ιστ.Τα
παληά τα χρόνια, τότε που δεν υπήρχαν
ούτε αυτοκίνητα ούτε αμάξια, το ταξίδι
των Ηπειρωτών δια ξηράς προς τα διάφορα
μέρη της Βαλκανικής που ταξιδεύονταν,
εγίνετο με καραβάνι και δεν ήταν απλή
υπόθεση.Δεν ήταν εύκολο μόλις τ’αποφάσιζε
κανείς να ξεκινήσει αμέσως για τα ξένα,
όπως σήμερα,αλλά ήταν ολόκληρη ιστορία.
Δεν αρκούσε η απόφασι. Έπερεπε νάναι
και καραβάνι έτοιμο. Αλλά καραβάνια δεν
ξεκινούσαν κάθε μέρα, ούτε κάθε
εβδομάδα.Έπρεπε να περάσει καιρός, να
συζητηθεί η απόφασις από τους συγγενείς
και τους φίλους κι έπειτα απ’ αυτά...η
αναμονή για το ξεκίνημα του καραβανιού
που δεν ήταν δυνατόν να γίνει, αν δεν
υπήρχε ένας αριθμός ταξιδιωτών. Έτσι
δεν ήταν εύκολο να υπάρχουν και δρομολόγια
ωρισμένα.
Για
να ορίσει μέρα αναχωρήσεως ο Καραβανάρης
(=αρχηγός τιτυ καραβανιού) που διέθετε
40 και 50 και πολλλές φορές εκατό άλογα,
μουλάρια και φοράδες, έπρεπε να συμπληρωθεί
προηγουμένως και ο ανάλογος αρθιμός
των επιβατών.ΗΓι αυτό τον λόγο
διεσκορπίζοντο στα διάφορα χωριά
υπάλληλοι του καραβανιάρη που διαλαλούσαν,
ότι το καραβάνι του τάδε, θα ξεκινούσε
την τάδε μέρα από το τάδε χωριό για τη
Βλαχιά ή αλλού.Όποιος ήθελε, το δήλωνε
στους εν λογω υπαλλήλους, οι οποίοι
συγκέντρωναν τις δηλώσεις και τις
μετέφεραν στ’ αφεντικό τους, Εάν όμω
ςοι δηλώςεις ήταν ανεπαρκείς, τότε κατ’
ανάγκην το δρομολόγιο αναβαλλόταν,
γιατί δεν συνέφερε καρταβάνι με τόσα
ζώα να ξεικινήσει με πεντε δέκα
επιβάτες....όταν ο αριθμός συνεπληρώνετο
ικανοποιητικός αριθμός τότε απεφαζίζετο
η αναχώρησις.
Ο
ονομαστός Καραβανάρης Ρόβας, ξεκινούσε
από τη Δοβρά-άγνωστο της Κονίτσης ή του
Ζαγορίου- μ’ εκατό καλοσελωμένα
καλοκαλιγωμένα και φτεροπόδαρα άλογα
ή μουλάρια, συνήθως στις 14 Σεπτεμβρίου
του σταυρού κι έφθανε στο Βουκουρέστι
την παραμονή του Αγ. Δημητρίου. Έκαναν
δηλαδή οι ταξιδιώτες 40-50 μέρες για να
φτάκουν.Κατά το πολυήμερο ταξίδι τα
καραβάνια πάλευαν με τις κακοκαιρίες,
αναγκάζονταν να παραμένουν στα χάνια
για να σταθεί η βροχή, για να λιγοστέψει
το νερό των ξεροποταμιών και των
κατεβασμένων λάκκων, για να φύγει η
πυκνή αντάρα, για να σταματήσει το χιόνι
κλπ. Και πολλέ φορές έπεφταν σε ενέδρα
ληστοσυμμοριών της εποχής-ιδίως κατά
την επιστροφή που εγίνετο με τα καραβάνια
επίσης και φυσικά με τις ίδιες ταλαιπωρίες
και κινδύνους.Τονίζομε την επιστροφή
διότι οι ληστές ήξεραν ότι οι ταξιδιώτες
γύριζαν καζαντισμένοι! Το ξεκίνημα του
Ρόβα, τη διάρκεια του ταξιδιού κλπ.μας
περιγράφει η δημοτική μας Μούσα.”...ο
Ρόβας εξεκίνησε αχ στη Βλαχιά να
πάει.Σαράντα μέρες έκανε. Σαράντα
μερονύχτια ως που να φτάκει στη Βλαχιά
στο έρμο Βουκουρέστι. Γιά σου Ρόβα
μου...κλπ” .
Καραβάνι=
Γραβάν κατά τον Ησύχιον σκαφίον, βόθρον.
Η προϊστορική ριζα
ΚΑΡ (γιατί πρέπει να είναι ο Καρα-γκιόζης
Τούρκικος;)
Καράβι=
Καρδίτσης, το κοίλον πλοίον.
Καράβια=
Ακατοίκηται νησίδες
Καράβια=Λέγονται
τα ποντι-κονήσια όλης της Ελλάδος δηλ,
τα ακατοίκητα νησίδια, που είναι σπηλαιώδη
διαβεβρωμένα υπό των κυμάτων της
θαλάσσης.Την αυτήν σημασίαν έχουν και
αι τοπωνυμίαι Γράδες
τρία μικρά
νησύδρια ΒΔ του ακρωτηρίου Σαλμωνίου
Κρήτης (βλέπε Γράδες). Καράβι
Καρδίτσας Καραβίδια Φωκίδος Καραβίδια
=Φωκίδος.
Καραβόλα της Ρόδου, Καραβόπετρα
της Σκοπέλου, Καραβίς της Ευβοίας,
Καραβόσταμο της Σάμου, Καραβοστάσι
της Κεφαλλονιάς, Καραβοστάσι της
Κύπρου, και Καραβοκλάσι της Οιτήλου
Λακωνίας και της εν τω Πατραϊκώ κόλπω.
Καραβούγια των Κυθήρων και χωρίον
Καραβά. Καράβι ονομασία εις Κέρκυρα
σε πολλά νησίδια. Το καράβι έχει την
αρχήν του εκ του Γράβα, Κράβα, Κάβα
κοίλωμα, σπήλαιον, και το καράβι το
κοίλον πλοίον
Καραβίδια
=Φωκίδος.
Καραβοκλάσι=Οιτήγλου
Λακωνίας και εν Πατραϊκώ κόλπω.
Καραβόλα
της Ρόδου, Καραβόπετρα της Σκοπέλου,
Καραβίς της Ευβοίας, Καραβόμυλος=Παράλια
Κεφαλληνίας Κάραβος=Εν Άνδρω,
θαλάττιον ζώον (Ησύχιος).
Καραβόπετρα=Σκοπέλου,
Καραβίς Ευβοίας.
Κάραβος
=Εν Άνδρω
Καραβόσταμο
= Σάμου.
Καραβοστάσι=Κύπρου,
Κεφαλλονιάς, Άνδρου. Θεσπρωτίας.
Καραβούγια=
Κυθήρων και χωρίον Καραβά.
Καρα-γκιόζης=Θέατρο
σκιών
Καραδήμος=χωείον
Ηπείρου
Κάραι=Οι
κάτοικοι της γενεθλίου νήσου του
Απόλλωνος, της “Δήλου” οι οποίοι ήσαν
θεραπευταί. Και ελέγοντο έπειτα δούλοι.
Ίσως η λέξις,
δεν είναι άσχετος προς την
Δήλον.(δούλοι-δουλεία-δουλειά,
δούλα-δούλη, εργασία-εργάτες,
υπηρεσία-υπηρέτης- υπηρετώ κλπ. είναι
σημερινή έννοια του αρχ. δούλου Μ.Σ.)
Καραιός=
Ζεύς παρά τοις Βοιωτοίς ούτω
προσαγορεύεται.ως μεν τινές φασι δια
το υψηλός είναι, από του κάρα
Καρακλαμιά=Ο
ψηλός και λιγνός.
Καρακλάκι=Περιπαικτικώς
ο νεαρός.
Καρακάσου=Ράχες
και χωράφια, σύνθετη λέξις (καρα-κάσος).
Καραούλι=Παρατηρητήριο,
σκοπιά, φυλάκειο.
Καραμούτσι=Τοπ.
Ηπείρου, Καραμουτσέϊκα=Κερκύρας
Καραμπογιά=Είδος
βαφής μαλλιών, μαύρης μάλλον.
Καρανιάρα=Η
σακούλα (΄Ηπειρος)
Καράρα=η
κεφαλή-κάρη, καρή η ώρα, εξ ού και το
ακαριαίον(Ησχ.)
Καράρι=Η
απόφασις, δικαστική κυρίως.
Καρβασαράς=
Καραβασαράς(βλέπε Καράβια).
Καρβουνάρα=Ηπείρου
τοπν. Καρβουνιάρης τοπν. πόλεως
Κερκύρας στην είσοδο του παλαιού
φρουρίου.
Κάρβων-ωνος=
κύριον όνομα επισήμων ανδρών εν Ρώμη
(Στράβων)
Κάργας=Σπουδαίος,
παλλικαράς.
Κάργα=γεμάτα.
Καργάρω=γεμίζω ως απάνω.
Καργιόλα=Το
σιδερένιο, πολυτελείας για την εποχή,
κρεβάτι. (Ήπειρος)
στην Κέρκυρα υβριστικό επίθετο για
γυναίκα.
Καρίνη-χαρίνη
=Η ἄμπελος ἡ καὶ χάραξ λεγομένη.
Καρ(υδ)γιά
η=Η καρυδιά και τα φύλλα τηςκαργυόφυλλα
χρησιμοποιούμενα ως βαφή μαύρη. Ο καρπός
της κάχτες=καρύδια. Παιδιά βυζαντινής
εποχής με τα καρύδια, “καρυδίζειν”
(Βυζ.).
Κάρδακες=Οι
στρατευσάμενοι βάρβαροι υπό Περσών,
και εν Ασία ούτω καλούσι τους στρατιώτας,
ουκ από έθνους ή τόπου, (αλλ’ ότι πάντα
τον ανδρείον λαι κλώπα λέγουσι κάρδακα)
Ησύχιος.
Καρδάκι=Παραθαλάσσιο
τοπωνύμιον Κερκύρας, γνωστό για το καλό
πόσιμο νερό.
Καρδάματα=Τα
αρχ. Κάρδαμον.Φαγώσιμα αυτοφυή χόρτα.
Καρδαμάτικα=Χωρίον
Κερκύρας
Καρδαμάλι=Καρδαμύλι
πόλις της Μεσσηνίας κατά τον Ηρόδοτο
στη Λακωνία. Αλλά και νήσος Καρδάμιλα
απέναντι από τη Χίο.
Καρδάρα=κάδος
καδάριον και με ανάπτυξι καρδάριο.
Ξύλινα δοχεία γάλακτος.
Καρδαροστάσι=Ο
τόπος που αποθέτουν τα καρδάρια, ο
νεροχύτης. Καρδαροκέφαλος και
Καρδάρας Καρδαροστάσι=Ο τόπος που
αποθέτουν τα καρδάρια, ο νεροχύτης,
άλλες λέξεις με την ίδια ρίζα Καρδαροκέφαλος,
Καρδάρας, κάρδαμον(Αρχ.) καρδερίνα,
Καρδίτσα, καρδιαλγία, καρδινάλιος,
Καρδία=
Πόλις Παλαιολιθικής εποχής κειμένης
επί της Θρακικής (προϊστ.) Χερσονήσου
επί του Μέλανος κόλπου, Μέλαινα παλαιό
όνομα Κερκύρας,
σήμερον λέγεται Καριδιά, Καρδιανός ο
κάτοικος. Καρδάκι
στην Κέρκυρα.
Καρδία στην
Πτολεμαϊδα.
Καρδιανοί
“οι Έλληνες παρά Σκύθαις, πόλεως
Καρδίαν διαρπάσαι” (Ησύχιος) κλπ.
Καρδοκάψουλα=
Η καούρα στο λαιμό.
Καρδοπονώ=Κοιλοπονώ
επί εγκυμοσύνης.Υποφέρω συναισθηματικώς.
Κάρδος=Η
πορδή (Ηπειρος)
Καρδούχια
όρη= της Μεγάλης Αρμενίας τα οποία
σχηματίζουν μία συνέχεια του Ταύρου
επί των συνόρων της Ασσυρίας.
Καρδούχοι=Έθνος
της Μεγάλης Αρμενίας κατοικούντες επί
της αριστεράς όχθης του Τίγριδος ποταμού
στα σύνορα της Ασσυρίας κατά κώμας και
χωρία πιθανόν οι νυν Κούρδοι.
(Ξενφ.Κυρ.Αναβ.)οι Γυρδαίοι παρά Στράβ.
και Κορδυαίοι Ιώσηπ. Όθεν Καρδούχιοι.
Καρδοπονώ=Κοιλοπονώ
επί εγκυμοσύνης.Υποφέρω συναισθηματικώς.
Καρδοκάψουλα
= Η καούρα στο λαιμό
Καρελία=περιοχή
της ΒΔ Ρωσίας ανάμεσα στο Φιλανδικό
Κόλπο και τη Λευκή θάλασσα
Κάρες= Οι
πρώτοι Ηπειρώται, οι οποίοι καθ’ όλην
την Ελλάδα και Μικρασίαν, την αμπελουργίαν
μετέδωκαν. Καρχηδών-Χαλκηδών, Χαλκίς,
Χάλκη, Χαλάνδρι, Χαλανδρίτσα σημαίνουν
χώραν ευάμπελον και πολύοινον, αλλά
συγχρόνως και χαλκόν και χρυσόν.(Αθηναγόρας.)Οι
αρχικοί Κάρες είναι οι ομηρικοί
Κρήτες, (Προϊστορικά δεν υπήρχε
νήσος Κρήτη σημ.Μ.Σ.) οι κάτοικοι των
Παξών-Κερκύρας. Οι Αιθίοπες, Κάρες,
Κρήτες και Λέλεγες είναι οι αυτοί.
(Αθηναγόρας.) Κατά τον Ησύχιο έθνος
βαρβαρικόν. Από τη ρίζα ΚΑΡ της αρχέγονης
αυτής φυλής “Κάρες”, προήλθε η πεντάφθογγη
κλίμακα ο πρόδρομος της μουσικής
του κόσμου όπου μαζί με τη γλώσσα,
δημιούργησε το Πολυφωνικό τραγούδι,
Καρικό μέλος (το μοιρολόϊ) , και
τον Σκάρο (φλογέρα). Στο Πωγώνι και στη
Βόρειο Ήπειρο διασώθηκε το πολυφωνικό
τραγούδι κι ο Σκάρος.
Σκάροι
υπάρχει πόλις Λυκίας(εν
Ασία) ής οποίας το εθνικόν ομοίως. Έστι
δε και κρήνη ιερά, ού κατ’ ευχήν εμβάλλειν
τινάς…(Στέφανος Βυζάντιος)
Καρικόν
μέλος=μοιρολόϊ, Σκάρος =καρικόν
αύλημα, φλογέρα –Κλαρίνο Καρίναι=θρηνωδοί
μουσικαί, αι τους νεκρούς τω θρήνω
παραπέμπουσαι προς τας ταφάς και τα
κήδη, παρελαμβάνοντο δε αι από Καρίας
γυναίκες το σημερινό μυρολόϊ-μυριολόϊ.
Καρικά μέλη, Καρικός ρυθμός,
-Ίαμβοι και ανάπαιστοι-, κάρκαιρε
ιδίωμα ήχου(!) Καρικά μέλη= ελέγετό
τις Καρικός ρυθμός εκ τροχαίου και
ιάμβου συγκείμενος(Ησύχ.) Κατά την
εκτίμησή μας συμπεριλαμβάνουμε και το
Πεντάφθογγο πολυφωνικό τραγούδι της
Ηπείρου, για την πρώτη μουσική δημιουργία
των ανθρώπων και την ανάπτυξη συγχρόνως
τη γλώσσα της Προσωδίας(προσ+άδω)τραγουδιστή
γλώσσα. Με την εφαρμογή του τονικού
σύστηματος (γραμματική –συντακτικό)
αφαιρέσαμε την Προσωδία, τότε σταμάτησε
και η εξέλιξη της έντεχνης Ελληνικής
Μουσικής.
Τί
είπαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι για το
Καρικόν μέλος
Πολυδεύκης:
“θρηνώδες γαρ το αύλημα το Καρικόν”
Αριστοφάνης:
“Καρικά αυλήματα”
στους Βατράχους
Πλάτων: “αυλούς
δ’ έχουσά τις κορίσκη καρικόν
μέλος τι μελίζεται τοις συμπόταις”
=μια κορούλα εκτελεί με τον αυλό μια
θρηνητική μελωδία στους συμπόταις.
Ευστάθιος:
“και ωδαί θρηνητήριοι, οποία ύστερον
και τα λεγόμενα μέλη “καρικά”
(και θρηνητικά τραγούδια σαν κι αυτά
που αργότερα ονομάστηκαν καρικά μέλη).
Καρική
μούσα=θρηνούσα μούσα (μουσική)
Ο Πλάτων στους
νόμους: “καρική τινι μούση
προπέμπουσι τους τελευτήσαντες”
Κορικός
στην αρχαία μετρική ήταν ένας ρυθμός
συνθεμένος από έναν τροχαίο και έναν
ίαμβο. Ο καρικός ήταν μια άλλη
έκφραση για τον χορίαμβο.
Λίνος=είς
των αρχαιοτάτων Ελλήνων μουσικών-ραψωδών.Το
όνομά του σημαίνει πένθιμο τραγούδι
(μοιρολόϊ) σε ανάμνηση του τραγικού
θανάτου του, το μοιρολόϊ ονομαζόταν
Λινωδία αναφέρεται στον
Όμηρο.(Σόλων Μιχαηλίδη)
Καρησσός=Πόλις
και ποταμός.(Ησύχιος) Λίμνη Κορησσίων
Κερκύρας, Κάρησος ποταμός Μυσίας.
Κάρθα-γέννα=πόλις
της Αφρικής (Σούδας, Κάρθαια τόπος τις)
Λιακό/λος
Καρθαγένη=προϊστορική
πόλη η οποία ιδρύθηκε από τη Θεσπιάδα
Κέρθη, ερωμένη του Ηρακλή και μητέρα
του Ιόβου. Πρόκειται για τη μεταγενέστερη
Καρχηδόνα, η οποία αναφέρεται ως δήθεν
αποικία των Φοινίκων. Οι Φοίνικες
εγκατεστάθηκαν εκεί το 814 π.Χ.(μύθος
Διδούς) αλλά η πόλη προϋπήρχε.Κάτι
ανάλογο συνέβη και με πολλές άλλες
ελληνικές προϊστορικές πόλεις, οι οποίες
μετονομάσθηκαν από νεοφερμένους αποίκους
)
Καρθέα=πόλις
κειμένη επί της δυτικής παραλίας της
νήσου Κέω(Ν.Λωρ.)
Καρία=
Ακρόπολις των Μεγάρων, κληθείσα ούτως
από του Κάρος υιού του Φορονέως όστις
λέγεται ότι έκτισεν αυτήν πρώτος.
(Ν.Λωρ.)
Καρία= η
χώρα. Το εθνικόν Καρ, ομωνύνως τω οικιστή.
Το θηλυκόν κατά τέχνην (Κάϊρα, η χρήσις
δε την ει δίφθογγον έχει. Απολλώνιος δε
δια του ι φησί μακρού, ως εν τω ε΄ περί
παθών και εν τω περί γενών, η δε έκτασις
αναγκαία δια του ι φησί μακρού ) Επαρχία
της Μικράς Ασίας κειμένη απέναντι της
νήσου Ρόδου μεταξύ Λυκίας, Φρυγίας,
Λυδίας και της θαλάσσσης, Κάειρα, η
κάτοικος Καρία από Καρός του
Φορωνέως(Σ.Βζν.)
Καρία=
Επαρχία της Μικράς Ασίας κειμένη απέναντι
της νήσου Ρόδου μεταξύ Λυκίας, Φρυγίας,
Λυδίας και της θαλάσσσης, Κάειρα, η
κάτοικος.
Καρίκη
=Ελέγετο ἡ ἄμπελος, κατὰ τὸν Ἡσύχιον.
Καρικόν
τείχος=πόλις Λιβύης, εν αριστερά των
Ηρακλείων στηλών (Λιβύη και Ηραλκ.στήλαι,
ονόματα που τοποθετούνται στας νήσους
των Παξών)
Καρίνη-χαρίνη
=Η ἄμπελος ἡ καὶ χάραξ λεγομένη.
Καριότικο=χωρίον
Β.Κερκύρας
Καρίων=ωνος
ποταμός μικρός της Αρκαδίας ρέων πλησίον
της πόλεως Μαντινείας και εισβάλλων
στο Αλφειόν Καλλμ. Υμν.Δι.
Καρκαλιάζομαι=Πνίγομαι
από βήχα ή και κλάψιμο προκειμένου περί
Καρκαλέτσος
Ήπειρος.
Κάρκαιρε=
παρτ.εκραδαίνοντο, εσείοντο αποτελούντα
ήχον.(Όμηρος) Κάρκαλος= Ο κοκύτης
ασθένεια.
Καρκατσέλος
Ηπειρ. –καρκατσελάτος Κέρκ.=Λέξεις
που υπονοούν τον φλύαρο, εγωϊστή,
φωνακλά, εγωκεντρικό.
Κάρλα=
Λίμνη Βοιβηΐδος κατά την αρχαιότητα
Βοιβηίς, ή Βοιβιάς, ή Βοίβη, ή λίμνη της
Πελασγιώτιδος στη Θεσσαλία, που είχε
αποξηρανθεί. Βρίσκεται ΝΑ της Λάρισσας,
κοντά στις βόρειες πλαγιές του Πηλίου
στα όρια των νομών Λαρίσσης και Μαγνησίας.
Τα τελευταία χρόνια (1999) έγινε προσπάθεια
για αναδημιουργια της λίμνης που θα
έχει μέγεθος 38 000 στρέμματα. Η λίμνη
Κάρλα είναι σημαντική με μεγάλη ιστορία.
Είχε αναπτυχθεί σημαντικός λιμναίος
πολιτισμός και υπήρξε σημαντικότος
υδροβιότοπος, με ιχθυοπανίδα και
ορνιθοπανίδα. Υπολογίζεται ότι 1.000.000
πουλιά ζούσαν στην περιοχή ο μεγαλύτερος
σε ελληνικό υγρότοπο. Ο κάρλιος πολιτισμός
που ήκμασε στα νερά της, χάθηκε το
1962.(ΒΙΟnews)
Καρλάηλ=Τοπωνύμιο
Κεντρικής Ελλάδος
Καρλίνο
το=σχοινί χοντρό
ή δίπλοκο και νόμισμα χρυσό ή αργυρό
του βασιλείου της Νεαπόλεως.
Καρλοβάσι=Τοπωνύμιον
Σάμου
Καρλομάγνος-
Καρολομάγνος=
Όνομα του βασιλέως των Φράγκων και
αυτοκράτορας του γερμανορωμαϊκού
κράτους Καρόλου του Μεγάλου.
Κάρμα=Τὸ
γλεῦκος τὸ πρῶτον ἀποθλιβόμενον διὰ
τῶν χειρῶν.
Καρμάνη ή
Κάρμινα=Πρωτεύουσα επαρχίας Καρμανίας
εν τη Μεγάλη Ασία Κάρμανος=Ο υιός
του Διονύσου εντεύθεν η Καρμανία. Ο Νώε
κατά την Γραφήν πρώτος εφύτευσε αμπελώνα.
Νώε και ο Πάρισος αυτώ Δευκαλίων
αναφέρονται μετά της περιστεράς. Ως η
περιστερά ήτο σύμβολον της γονιμότητος
έτσι και η άμπελος, τον “ωραίον καρπόν”
αναδίδουσα, και τον οίνον τον τρέφοντα
και γονιμοποιούντα τον άνθρωπον. “οίνον
εν αμφορεύσι και άλφιτα, μυελόν ανδρών”,
ως λέγει ο Όμηρος.(Οδυσ.Β.290).
Καρμένιον=Εις
την αρχικήν Θράκην υπάρχει όρος περιώνυμον
Καρμένιον. Μήτηρ του Ευάνδρου Καρμέντα
λέγεται η νύμφη Θέμις και αυτός ο
Διόνυσος, ο χρυσούς, ο γόνος της χρυσής
βροχής του Διός, Καρμάνωρ ελέγετο.
Αυτό το όρος ελέγετο και Παγγαίον
αυτό τούτο Παγσός, Παξός
Καρμέντης=Ο
θεός του εμπορίου ο κερδώος Ερμής,Καρκίνοι,
Κάβειρι Κάρες όθεν ελέγοντο οι εξορίσσοντες
τον χρυσόν και τας επιστήμας θεραπεύοντες.
Κάρμηλος=Όρος
εν τη Φοινίκη(; ποια Φοινίκη) (Ησύχιος)
όρος δυσχείμερον το εθνικόν Καρμήλιος
(Στεφ.Βυζάντιος))
όρος της Γαλλιλαίας χώρας εν Παλαιστίνη
φερόμενον μεσημβρινώς από του όρους
Λιβάνου, περίφημον δια την μεγάλην αυτού
εφορίαν και τερπνότητα, τανύν
Καρμελ.(Πτολ.ε΄15)
Κάρο-
Καρότσα =Ξύλινο
μέσο μεταφοράς με δύο ρόδες και σύνθετου
με τέσσερις τροχούς στην Κέρκυρα
ελέγοντο Λίσσα μαζί με το άλογο. Τις
χαμάλες και σούστες με δύο ρόδες(Ήπειρος).
Καρουμπάτικα=Κερκύρας
τοπωνύμιο αρχ. καρύμβαλος (κόρυμβος
κόρυς-κάρα)=μικρό πρήξιμο στο κεφάλι
Καρουσάδες=Χωρίον
Κερκύρας
Καρούτα=Σκάφη
ξύλινη ή βαρέλα. Σκάφη για πότισμα
ζώων.Μ.τ.φ.ο κρασοπατέρας.
Κάρπαθος=
νήσος πλησίον της Κω Καρπάθια όρη,
Καρπάθιο πέλαγος =μεταξύ Κρήτης και
Ρόδου Καρπασία πόλις της Κύπρου
παραθαλάσσια με λιμάνι επί του ανατολικού
μέρους της νήσου Κύπρου, τανύν Καρπάση
(Νικ. Λωρέντης) Όμηρος: “Κράπαθον τε
Κάσον τε και Κων”
Καρπερός=Ο
καρπερός ο γόνιμος καρπερός τόπος.
Κάρπεα
και
Τάρπεα = Η
πέτρα.
Καρπήσιοι=έθνος
Ιβηρικόν(βλέπε λ.) των εκτός Ίβηρος
ποταμού
Καρπίς=πόλη
ΒΑ της Καρθαγένη, κοντά στην Ασπίδα(Τυνησία)
Καρπὸς=
Αρχικῶς ὁ τῆς ἀμπέλου βότρυς.
Κάρραι=Πόλις
αρχαία της Μεσοποταμίας κειμένη
μεσημβρινώς πλησίον της Εδέσσης.(Νικ.Λορέντης)
Καρρός=Φυτόν.
Καρωτό- Καρότο.
Καρσέλα= Η
κασέλα, το περιποιημένο κιβώτιο.
Καρσελότα-οτες=Ανοιξιάτικα
αυτοφυή χόρτα προτιμώμενα για το πλέξιμο
στεφάνων από άνθη.
Κάρτα=Πάνυ,
λίαν, μεγάλως.
Καρ(υδ)γιά
η=Η καρυδιά και τα φύλλα τηςκαργυόφυλλα
χρησιμοποιούμενα ως βαφή μαύρη. Ο καρπός
της κάχτες=καρύδια. Παιδιά βυζαντινής
εποχής με τα καρύδια, “καρυδίζειν”
(Στεφ.Βυζ.)
Καρ,
Κᾶρες, Κάρηνον, κάρηνα =Κεφαλή
(ανθρώπων και ζώων).
Κάρμα=γλεύκος(το
απόσταγμα της σταφυλής πριν πατηθή)
Ησύχιος
Καρμάντιον=Τὸ
ὄρος τοῦ χρυσοῦ, Παγγαίον.
Καρμένιον=Εις
την αρχικήν Θράκην υπάρχει όρος περιώνυμον
Καρμένιον. Μήτηρ του Ευάνδρου Καρμέντα
λέγεται η νύμφη Θέμις και αυτός ο
Διόνυσος, ο χρυσούς, ο γόνος της χρυσής
βροχής του Διός, Καρμάνωρ ελέγετο.
Αυτό το όρος ελέγετο και Παγγαίον
αυτό τούτο Παγσός, Παξός.
Καρμέντης=Ο
θεός του εμπορίου ο κερδώος Ερμής,
Καρκίνοι, Κάβειρι Κάρες όθεν ελέγοντο
οι εξορίσσοντες τον χρυσόν και τας
επιστήμας θεραπεύοντες.
Κάρμηλος=όρος
εν τη Φοινίκη
Κάρο=Ξύλινο
μέσο μεταφοράς με δύο ρόδες και σύνθετου
με τέσσερις τροχούς στην Κέρκυρα
ελέγοντο Λίσσα μαζί με το άλογο. Τις
χαμάλες και σούστες με δύο ρόδες(Ήπειρος).
Καρούτα=Σκάφη
ξύλινη ή βαρέλα. Σκάφη για πότισμα
ζώων.Μ.τ.φ.ο κρασοπατέρας.
Καρουσάδες=Χωρίον
Κερκύρας
Καρπαία=δμοτικός
ή πολεμικός χορός, που χόρευαν οι Αινιάνες
και οι Μάγνητες, αρχαίες ελληνικές φυλές
της Θεσσαλίας
Κάρπεα
και
Τάρπεα = Η
πέτρα.
Καρπερός=Ο
καρπερός ο γόνιμος καρπερός τόπος.
Καρπὸς=
Αρχικῶς ὁ τῆς ἀμπέλου βότρυς.
Κάρραι=Πόλις
αρχαία της Μεσοποταμίας κειμένη
μεσημβρινώς πλησίον της Εδέσσης.(Νικ.Λορέντης)
Καρρός=Φυτόν
καρωτό-καρότο.
Καρσέλα= Η
κασέλα, το περιποιημένο κιβώτιο.
Καρσελότα-οτες=Ανοιξιάτικα
αυτοφυή χόρτα προτιμώμενα για το πλέξιμο
στεφάνων από άνθη.
Κάρτα=Πάνυ,
λίαν, μεγάλως.
Κάρτο=Το
¼ του νομίσματος Μεντζήτι. Κάθε κάρτο
υποδιαρείται σε 5 γρόσια και κάθε γρόσι
έχει 40 παράδες. Κυκλοφορούσαν δε και
υποδιαρέσεις του κάρτου:1)οι κατοστάρες=100
παράδες.2)οι πενηντάρες=50 παράδες.3)τα
δίγροσα=80 παρ.καθώς και κέρματα των 5
και 10 παράδων.Παλαιόερα δε και του ενός
παρά. Τα ¾ του γροσιού δηλ.τους 30 παρ.
Λέγονταν Ζολώτα, όνομα πολωνικού
νομίσματος. Με την απελευθέρωσι (1913)
κάθε κάρτο ήταν ισότιμο δραχμής και
κάθε γρόσι ισότιμο εικοσαλέπτου.
Καρυάτις=Επώνυμο
της Αρτέμιδος της λατρευομένης εν
Καρύαις της Λακωνικής μετά περιφήμου
ναού της Αρτέμιδος και Λακωνικόν άρμα
προς τιμήν της και εορταί Καρυάτεια.
Καρυάτιδες=Ιέρειαι
της Άρτεμης τελούσαι λατρευτικούς
χορούς προς τιμήν της. Καρυάτις
ελέγετο και η Άρτεμις,Καρύαι τόπος
εν Λακωνική μετά περιφήμου ναού της
Αρτέμιδος
Καρυδάκι=Ηπείρου
τοπ.
Κάρυν ον
=τὸ γλεῦκος.
Κασ=σήμαινε
το ερυθρό. Κάσια =δέντρο με μικρούς
καρπούς ερυθρούς εις Κέρκυρα.
Κάσα,
Κάσιον, Κασιώπη, Κασσιέπεια=Εχουν
την αρχήν εις την νήσον των άντρων.
Κασαβέτι=Θλίψις,στενοχώρια
ηθική.
Κασαμπάς=Η
πόλις. “Γιάννινα χωριό, Κόνιτσα κασαμπάς”
Κασαμπαλίτης ο κάτοικος της πόλεως, το
πρερχόμενο από πόλι.
Κασάνδρεια=πόλις
Μακεδονίας προς τη Θράκη η λεγόμενη
Ποτίδαια Κασέλα= καθέδρα, κασελατίαι
=καθίσαι Λάκωνες,(Ησύχιος). κασέλα-σενδούκι,
κασούνι, μπαούλο σύγχρονη έννοια
Κασθαναία=
πόλις Θεσσαλίας (Ησύχιος) σήμερον χωρίον
επαρχίας Βοΐου Κοζάνης Μακεδονίας,
Κασθαναία-Καστανιά, Καστανία πόλις
πλησίον Τάραντος
Κάσια
η=πλξθ. Κάσιες φρουτόδεντρο πολύ
γνωστό στην Κέρκυρα άγνωστο στην υπόλοιπη
Ελλάδα. Οι καρποί του μικροί, στρογγυλοί
σαν μικρά κορόμηλα νοστιμότατα σε
μπλαβόμαυρο χρώμα (Αγγελόπουλου Λεξ.)
κάσας αμφιτάπις, κάσσι
Κάσιοι
=οι εκ της αυτής αγέλης αδελφοί τε και
ανηψιοί, και επί θηλειών ούτως έλεγον
Λάκωνες, και Ευριπίδης Εκάβη κάσιν την
αδελφήν (Ησύχιος)
Κάσιον
όρος=ή Κάσσιον, όρος παραθαλάσσιο της
Αιγύπτου στο Πηλούσιο
Κασπία
θάλασσα= Κάσπιον όρος και Κάσπια γη
λέγεται και Υρκανία οι πολλοί των
βαρβάρων την έξω θάλασσα έλεγον ωκεανόν,
οι δε την Ασίαν οικούντες μεγάλην
θάλατταν, οι δ’ Έλληνες Ατλαντικόν
πέλαγος.
Κάσσα
=Η περιέχουσα τὸ χρυσίον· τῇ ἐναλλαγῇ
τοῦ κ καὶ γ. Γάζα τὸ θησαυροφυλάκιον
Κασσάνδρα
=Η προφητικὴ ἡ τοῦ Πριάμου, ἥτις ἦν
τὸ πρότυπον τῶν Σιβυλλῶν δὲν ἦτο
ἄγνωστος ἐν Δωδώνῃ.Ἀδελφὸς τῆς
Κασσάνδρας ἦν ὁ μαντικὸς Ἕλενος, ἐν
Ἠπείρῳ βασιλεύσας, ἐκ τοῦ υἱοῦ τοῦ
ὁποίου ὠνομάσθη ἡ ἐν Θεσπρωτίᾳ
Κεατρίνη ἐν τῇ ὁποίᾳ παρὰ τὰς ἐκβολὰς
τοῦ θυάμιδος, ἐπὶ τῶν ἱστορικῶν ἔτι
χρόνων, ὑπῆρχεν Ἴλιον καὶ Τροία παρὰ
τὸ σημερινὸν Καστρὶ καὶ τὸν Ἅγιον
Βλάσιον. Ἔλισσα ἐλέγετο ἡ Λυβικὴ
Σίβυλλα. ἀλλ᾿ ἡ ἀρχικὴ Λιβύη ἦν ἐν
Ἠπείρῳ. Ἔλισσα καὶ Διδὼ-Δωδὼ εἶναι
ἕν καὶ τὸ αὐτὸ ὄνομα περὶ τοὺς Ἑλλοὺς
καὶ Δωδώνην ἀναστρεφόμενον.
Κασσάνδρα
ἡ καὶ Ἀλεξάνδρα ἐπίσης, Κασσιόπη.
Κασιαϊζω-ίζομαι=
Ξύνω, πασσαλείβω. Ξύνομαι ελαφρώς όχι
με τα χέρια π.χ.το σώμα στον τοίχο.”Που
κασιαϊστικες και κόλλησες ασβέστες.”
Κασιαϊσματα=Πασαλείματα.
Κασίδα=Η
ασθένια του τριχώματος της κεφαλής
αχώρ, κοινώς κασίδα.Κασιδιάρης, ο σατανάς.
Κασιόπιττα=Είδος
πίττας με αραβοσιτάλευρο. Ίσως πίττα
της παληάς φυλής των Κασωπαίων.
Κασιόπιττα=Πίττα
που έφιαχναν οι Κασωπαίοι(βλέπε Κασιώπη).
Είδος πίττας με αραβοσιτάλευρο. Ίσως
πίττα της παληάς φυλής των Κασωπαίων.
Κάσσιον=Βουνό
της Κέρκυρας στην οποία υπήρχε η πόλις
Κασιώπη. Εκ του κασσίτερου
αρχ.=μέταλλο αργυρόλευκο και στιλπνό,
όπου ονομάσθη το βουνό. Το Κάσιον της
Αραβίας αναφέρεται εις
το Κάσιον των νήσων Παξών-Κερκύρας, αι
οποίαι ελέγοντο και Αραβία.
Κάσιος =
Ο Ζεὺς ἤ ἄλλως Χρύσιος λεγόμενος
θεματοφύλαξ του χρυσού. Κάσιος Ζευς και
εν Κερκύρα-Παξοίς, Κασωπαίος Ζευς εις
το Πωγώνι,
Κασσιτερίδες
=Λέγονταν τα
νησιά Παξοί-Κέρκυρα.
(Αθηναγόρας)
Κασνέτσι=Θεσπρωτία,
Κασ-κάστρο κτισμένο πάνω σ’ ένα
κωνικό λόφο ελέγχει τη μικρή πεδιάδα,
αλλά κυρίως τη διάβαση προς την πεδιάδα
του Βουθρωτού. Ο αρχ. Δάκαρης θεωρεί ότι
ο τειχισμένος οικισμός βρισκόταν κοντά
στο ρωμαϊκό δρόμο που ένωνε τη Νικόπολη
με την Απολλωνία. Το τείχος έχει περίμετρο
360 μ. και πάχος 2 μ. Εφτά ορθογώνιοι πύργοι
που προέχουν ενισχύουν το κάστρο με μία
κύρια πύλη και δύο δευτερεύουσες.
Κασοϊοάννης-Κασιαννή=και
τα δύο περιέχουν τη λέξη “κάσιος”
Κάσος=Νήσος
περί Κώαν.
Κασούνι-κασούνα=κέρκυρ.
είδος ξυλοκασέλας που φύλαγαν ρούχα,
κουβέρτες κλπ.
Κασσώπη=
Όλα τα τοπωνύμια με Κασσιώπη –Κασσώπη-Κασσόπη
εφημίζοντο για τα μεταλεύματα.
Καστόριον
μέλος=μελωδία λακωνικού στρατιωτικού
εμβατηρίου, που τραγουδούσαν στη μάχη
με συνοδεία αυλού (Σόλων Μιχαηλίδης)
Κασωπίτρα
μοναστήρι πλησίον κέντρου πόλεως
Κερκύρας
Κασσώπη
=Πόλις της νήσου Κερκύρας με λιμένα
τανύν Κάσσωπον. Πτολ. Κασσωπία
επαρχία μικρά της Ηπείρου έχουσα επ’
αυτής πόλεις την Πανδοσίαν, Βουχαίτιον
και Ελάτειαν.Κασσώπη όρος Κερκύρας
πόλις και λιμήν. Όλα εφημίζοντο για τα
μεταλλεύματα.
Κασσωπία=Επαρχία
μικρά της Ηπείρου έχουσα πόλεις την
Πανδοσίαν, Βουχαίτιον και Ελάτειαν και
λιμένα την Κασσώπην.
Κασσώπη ή
Κασσιώπη=Πόλις της Ήπείρου υπήρχαν
δύο θέατρα ένα μικρό κι ένα μεγαλύτερο
χωρητικότητος περίπου 6000 θεατών.
(Στράβων).της Κασωπίας χώρας εν
Ηπείρω, κειμένη μεσημβρινώς του Κομάρου
κατά τινας η πόλις Ιωάννινα (Νικ. Λορέντης)
Κασσιώπη
=Λιμήν της Ηπείρου κείμενος επί της
νοτιοδυτικής άκρας της Χαονίας χώρας
αρκτικώς του Βουθρωτού, ανήκων το πάλαι
εις τους κατοίκους της νήσου Κερκύρας.
Κασσιώπη =Ελέγετο ἡ σύζυγος τοῦ
Φοίνικος καὶ μήτηρ τῆς Εὐρώπης, ἥτις
πάλιν ταυτίζεται τῇ Διώνη, ἡ ὀνομασία
τῆς Κερκύρας, ὡς Κασιώπης καὶ τοῦ
Διὸς ὡς Κασίου. Ἀλλ’ ὁ Ὅμηρος
τὴν Κέρκυραν καλεῖ καὶ Συρίην νῆσον.
Κάσος=Νήσος
περί Κώαν.
Κασσιόπη
και Δόρικλος(=Χρυσούς) υιός αυτής.
Κασσωπαίων
ὄρη = Τὰ βουνὰ τοῦ Σουλίου· τὰ βουνὰ
ταῦτα λέγονται καὶ Κούγκι, τὰ ὁποῖα
ἀπαθανάτισεν διὰ τοῦ ἡρωϊκοῦ θανάτου
του ὁ θρυλικὸς γέρο Σαμουὴλ ὁλοκαυτωθεὶς.
Κάσταλος=Τόπος
μερίζων το ύδωρ.
Κασταλία=
Κρήνη των Δελφών με την ίδια έννοια
“Κασταλίας αργυροειδείς δίνας” λέγει
περι των υδάτων της περίφημης πηγής.
Καστάλιος=
Υιός του Απόλλωνος, πηγή επί του όρους
Παρνασσού.
Κασταλών
=μεγίστη πόλις Ωρητανίας επαρχία της
Ταρρακωνικής Ισπανίας, κατοικούντες
επί των συνόρων της Βαιτικής και
Λυσιτανίας εν τη νυν επαρχία Λαμάγχα
και μέρει της Γρανάδας Πολυβ.Στρβ.
Κάστανα=
Διός βάλανοι, Ευβοϊκά κάρυα.
Καστάνιτσα=Τοπωνύμιον
επαρχίας Τσακονιάς.
Καστανιά=
Τρίκλινου Κερκύρας. Καστανέα Καρδίτσα
Κασθαναία ο κάτοικος κασθαναίος
(Στεφ.Βυζάντιος)
Κασταρέλλι=
χωρ. Θηβών
Καστέλλι=Το
βρακί στην Ήπειρο.
Κάστελλος=Όνομα
τόπου, άνω φέροντος και κάτω φέροντος
και μερίζοντος το ύδωρ (Ησύχιος). Καστέλλο
τοπωνύμιο Κερκύρας.Καστέλλι, Κυθήρων,
Καστέλλα Πειραιά.Καστελλάνοι
χωρίον Κερκύρας. Καστελόκαμπο Πελοπ.
Καστελλόριζο νήσος. Καστωλοί
ελέγοντο οι Δωριείς.
Καστιάνειρα=.
Γυνή του Πριάμου.
Καστοριά=πόλις
της Μακεδονίας, βρέθηκε στη λίμνη της
χαραγμένη σε πέτρα του Δισπηλιού
(Δι-σπηλιά) όπου είναι χαραγμένη επιγραφίς
και η γραφή είναι φθογγική. Κάθε γραμμικό
σχήμα είναι κι ένας φθόγγος. Οι φθόγγοι
σχηματίζουν τις συλλαβές των λέξεων
σε κύκλο, δηλαδή η κάθε συλλαβή ακολουθεί
κυκλική φορά, αντίθετη προς την περιφορά
του ρολογιού, μέχρις ότου οι φθόγγοι
σχηματίσουν τη συλλαβή της λέξης.Και
τούτο συνεχίζεται μέχρι να σχηματιστεί
ολόκληρη η λέξη.(βλέπε λ. Γραφή)Ταξιάρχης
Τσιόγκας-Καραβά Γαλάνη Μ.)Θα παρατηρήσω
ότι όλη αυτή η περιγραφή που εκτίθεται
από τους ερευνητάς, για το πως γράφονταν
οι φθόγγοι κι η κυκλική φορά για κάθε
συλλαβή, ή βουστροφιδόν, ή από δεξιά
στ’αριστερά και το αντίθετο θυμίζει
χορό των συμβόλων. Γιατί όλη αυτή η
κινησιολογία των γραμμάτων(φθόγγων)
αναρωτιέμαι σαν μουσικός πώς τα απέδιδον
όλα αυτά τα φωνήεντα με τις συλλαβές!
Διότι τα φωνήεντα π.χ. το α δεν προφερόταν
πάντα α αλλά ανάλογα με το σύμφωνο ή το
φωνήεν που είχε ευθύς αμέσως, άλλαζε
προφορά δημιουργώντας καινούργια λέξη,
γι αυτό ονομάστηκε πολυφωνία. Σίγουρα
η προσωδία έπαιξε εξ ίσου σημαντικό
ρόλο, διότι ο άνθρωπος πρώτα σκέφτεται,
μετά υψώνει τη φωνή του το συλλαβίζει
κι ύστερα αποδίδει με τη γραφή αυτό που
σκέφτηκε, (ξένοι μουσικολόγοι συγγραφείς
μας λένε ότι ο άνθρωπος πρώτα μίλησε
τραγουδηστά). Και τραγουδιστά δεν βγαίνει
γρήγορα η λέξη. Βέβαια ο τρόπος που
ζούσαν δεν είχε τη δική μας βιασύνη, το
άγχος και τη νευρικότητα που διακρίνει
τον σύγχρονο άνθρωπο, η γρηγοράδα σήμερα
να τα πούμε γρήγορα ότι έχουμε να πούμε,
συχνά χωρίς καθαρή άρθρωση, σκοτώνει
όχι μονο την έκφραση, αλλά και το νόημα
μας διαφεύγει πολλές φορές όταν κάποιος
μασάει τα λόγια του. Νομίζω ότι γλωσσολόγοι,
μουσικοί και ειδικοί ερευνητές, θα
πρέπει να συσκεφτούν, ας αφήσουμε για
λίγο τη γραμματική με τους τόνους κι ας
σκεφτούμε τί άλλο έχουμε χάσει σαν
Έλληνες γύρω από αυτό το θέμα. Γιατί
οπωσδήποτε έχουμε χάσει πολλά και
σημαντικά γύρω από τη μουσική και τη
γλώσσα μας.Μ.Σ.
(βλέπε:Γραφή.Μουσική.Καστοριά.Πολυφωνία.Επιγραφίς.Προσωδία.Γουλιά.
Καστοριά=Πόλις
της Μακεδονίας όπου ανεσύρθη από τη
λίμνη εγχάρακτη απολιθωμένη ξύλινη
πινακίδα έτος 7.291 π.Χ.
Καστραβέτσι=Το
αγγούρι.
Κάστρο=Τοπωνύμια
σε όλη την Ελλάδα, Κάστρο, Καστρί,
Καστρίτσι, Καστράκι, Καστρίτσα
(Θεσπρωτίας), Καστρινίτσα, Παληοκαστρίτσα
(Κερκύρας), λίγο πιο πάνω είναι το
Αγγελόκαστρο, Παληόκαστρο, Νεόκαστρο,
Δημόκαστρο (Θεσπρωτίας), Ξυλόκαστρο,
Σιδηρόκαστρο, Της Ωριάς το κάστρο, Της
Αργυρώς το κάστρο, Παρ(ω)ραία-(ο) Παρωραίοι
λαός κατοικών μεταξύ Ηπείρου -Μακεδονίας
κ.α. υπάρχουν πολλά “κάστρα” στην Ελλάδα
που συνοδεύονται με κάποιο μέταλλο,
ίσως ήταν αποθήκες μετάλλων. Αν αναλύσουμε
τη λέξη Κάστρο, βγάζουμε και το Κα-Σι-Τε-Ρο.
Το Αργυρόκαστρο της Β.Ηπείρου και ο
κάτοικος καστρινός. Αλλά και το πολυφωνικό
τραγούδι της “Αργυρώς το Κάστρο”
έχει σχέσι με την εκμετάλευση των
μετάλλων και την ασημουργική τέχνη, του
τότε κόσμου.
Κάστρωμα=Περίστρωμα.
Κάστυλον-Κασταλών=Πόλις
της Ταρρακωνικής Ισπανίας της οποίας
οι κάτοικοι ελέγοντο ότι κατήγοντο από
την Φωκίδα της Ελλάδος.Κασταλία πηγή
Καστωλοί-Κάβειροι=Ελέγοντο
οι Δωριείς.
Κάστωρ=Ο
Διόσκουρος εἷς τῶν ἀρχικῶν θεῶν τῶν
μετάλλων.
Κα(σ)τίνα
Κατίνα καὶ Καστηνιάτις =Ελέγετο
ἡ Ἀφροδίτη·
Κασωλάβα=οι
μεν πόλις οι δε κώμη (Ησύχιος) Βλέπε
Κάσσιο
*Κατ-καδ-καθ
=Το ὄνομα Αἰκατερίνη-Κατερίνα σημαίνει
ὅ,τι καὶ τὸ Δωροθέα· ἡ ρίζα κατ-καδ-καθ
ἐν τῇ πρωτοελληνικῇ καὶ συνεπῶς ἐν
τῇ Ἑλληνικῇ καὶ ἐν ἁπάσαις ταῖς
ἀρχαίοις γλώσσαις ἔχει τὴν ἔννοιαν
τοῦ λαμπροῦ, τοῦ στιλπνοῦ, τοῦ χρυσοῦ
καθαρὸς, ὁ λαμπρὸς, ὁ στιλπνὸς, ὁ
λευκὸς· καθαίρω, καθαρίζω, λευκαίνων·Μετὰ
τῶν παραλλαγῶν αὐτῆς ἀνάγεται εἰς
τὸ φῶς, τὴν λάμψιν τὴν λευκότητα τοῦ
χρυσοῦ καὶ ἀναγράφεται εἰς τὸ πρῶτον
συνθετικὸν τοῦ ὀνόματος Δωροθέα.
Καταδρομίς=Καταμεσής
του δρόμου.
Καταηλιού=
Προς το μέρος του ηλίου.
Καταθέτης=Ο
παραδίδων χρήματα εις την τράπεζαν.
Καταιβάτης=επίθ.
Του Διός υπό το οποίον είχεν ένα ίδιον
βωμόν εις την Ολυμπίαν Παυσαν. Ε΄.14.
Καταβάτης σύγχρονο επώνυμον
Καταΐφι=Γλυκό
περιτυλιγμενο με κλωστές ζύμης, “κατά
την ύφανση”.
Κατακλυσμός=Ωγύγου
12.500 π.Χ. Δευκαλίωνος 9.500 π.Χ. και τρίτος
μεγάλος κατά την Νεολιθική εποχή επί
Δαρδάνου 3.400 π.Χ. Αυτοί ήταν οι μεγαλύτεροι
κατακλυσμοί, διότι στο ενδιάμεσον της
ιστορίας της γης έγιναν κι άλλοι πολλοί
μικρότεροι-μεγαλήτεροι που όμως ήταν
ικανοί να αναστρέφουν και ν’αλλάζουν
το χάρτη της γης. Διότι εχάνοντο
πολιτισμοί, βυθίζονταν και καταποντίζονταν,
ενώ μαζί εχάνοντο τεκμήρια πολιτισμού
και μαζί γλωσσικά στοιχεία της ομιλίας,
ιστορίας, γεωλογίας έτσι ώστε να υπάρχουν
και ασάφειες στις αφηγήσεις και
παρεξημένες καταστάσεις. όπως π.χ. όταν
οι αρχαίοι μιλούσαν για φόνους, δεν ήταν
φόνοι με τη σημερινή έννοια υπονοούσαν
άλλες καταστάσεις. Υπάρχουν πόλεις
κοντινές και μεγάλες μεταξύ τους που
τους χωρίζει μεγάλο διάστημα όπως
Σικελία στην Ιταλία, Σικελία στην
Αδριατική. Κασσιώπη στη Φαιακία-Κασσιώπη
με θέατρο στην Ήπειρο και πολλά άλλα
που συναντάμε στα παλαιά Λεξικά και μας
δημιουργούν απορίες. Κάποτε δεν υπήρχαν
τα νησιά του Ιονίου, πότε έγινε η Φαιακία,
τι ήταν οι Παξοί, πριν μείνουν τα
υπολείματα του μεγάλου πολιτισμού στα
σημερινά νησάκια; παλαιά βιβλία και
αφηγήσεις αρχαίων, μας ιστορούν ονόματα
και τοπωνύμια που πολλά από αυτά δεν
υπάρχουν. Και πόσο τυχαίο είναι το όνομα
του Άσιου που βρίσκεται στο Ηπειρωτικό
περιβάλλον για να έχουμε σήμερα Μικρά
Ασία και πόσο πάλι τυχαίο είναι ο Πρωτεύς
με το Θεσπρωτό, ώστε να δημιουργηθεί
προϊστορικά η Θεσ-πρωτία;(βλέπε Λέξη).
Όπως είναι φυσικό γίνονται παρεξηγήσεις
- παρανοήσεις, διχογνωμίες, αλλά εμείς
πρέπει να αναφέρουμε, ότι μας πέφτει
στην αντίληψη. Επίσης συνάντησα στον
Ησύχιο τη λέξη Θεσπρωτοί=έθνος παρά
Θεσσαλίας.(Μ.Σ.)
Κατά-κολο=Πελοποννήσου
Κατά-κορφα==Στην
κορυφή της ράχης
Κατα-λάκτης=Ο
αργυραμοιβός,(βλέπε λ.*καδ, και *κατ-ερ-ι-να
και ) ρήμα Καταλλάω, καταβολή η
πληρωμή.
Κατα-λανία=Χώρα
της Ισπανίας περιέχουσα μεταλλικούς
θησαυρούς.
Καταλλαγὴ=
Η ἀλλαγὴ τοῦ νομίσματος.
Καταλογιάζω=Κυττάζω
κάποιον κατάματα, προσεκτικά στα μάτια.
Καταλαχού=Κατά
τύχη, συμπτωματικώς.
Κατά-νη=όνομα
αρχαίας ελληνικής αποικίας εν Σικελία
κατόπιν ιταλική πόλη.
Καταντιά=
Προκοπή, άλλως κατάντημα, κατάντια.
Καταπατώ=Βολιδοσκοπώ,
δοκιμάζω, βιγλίζω.
Κατα-ράχια=κορυφογραμμές
Κατασάρκι=Φανέλλα
εγχωρίου κατασκευής
Κατασέρω=Λεπτολογώ.
Επαναλαμβάνω σχολιάζοντας τα λεγόμενα
κυρίως άλλου.
Καταστέματα
τα=κερκυραϊκή έκφραση από το “κατάστασις”
τι πράμματα είναι αυτά, τι καταστέματα
με την έννοια τι συμπεριφορά,τι
χάλια,κατάντια
Καταπατώ=Βολιδοσκοπώ,
δοκιμάζω, βιγλίζω.
Καταράχια=κορυφογραμμές
Κατ(ε)βασιά=
Πλημμύρα, ξεχείλισμα ποταμού.
Κατ-ερ-ίνα=Η
ίνα, ίνις είναι η θυγάτηρ, ο γόνος,
η βασιλόπαις.juvenis των Λατίνων. Ιννίν
κόρη μικρά nin η νύμφη. Ίναχον υιός
του Ωκεανού βασιλέως του Άργους. Κατερίνη
κατά λέξιν σημαίνει “η χρυσή βασιλοπούλα”,
αὐτὸ τοῦτο ὅπερ καὶ η λέξις Δωροθέα.
Κατερίνη-
Αικατερίνη=Η χρυσή βασιλοπούλα. Δια
τους εγκύπτοντας εις το βάθος των εννοιών
και των λέξεων το συμπέρασμα είναι
αδιάσειστον.
Κατζέλο=
(κερκ) Μικρό φτωχικό σπίτι, κατ-οικία
Κατήδρομα=Κάτω
από το δρόμο.Κατηδρομάω.
Κατής= Ο
ειρηνοδίκης
Κατηφές= Το
άνθος κατηφές, το ύφασμα βελούδο.
Κατηχημένος=Αδύνατος.κατηχαίνω,
κατήχηνα=αδυνάτησα.
Κατήρης=Ικανός.Δεν
είσαι κατήρης για τίποτε=δεν είσαι
ικανός, επιτήδειος
Κατής= Ο
ειρηνοδίκης.
Κατίνα-Κα(σ)τίνα
και καστηνιάτης= ελέγετο η Αφροδίτη.
Κατινοῦσα-Κοτινοῦσα=
Κατερίνα καὶ Καττοῦρα καὶ Χεττοῦρα
σημαίνει μᾶλλον τὸ ἄνθος τοῦ
βασιλικοῦ, τὸ ὁποῖον συνήθως
προσφέρετο εἰς τοὺς αὐτοκράτορας
καὶ διὰ τοῦτο ὠνομάσθη «βασιλικὸς»·
ἐπομένως, Κατερίνα σημαίνει Βασιλικὴ,
ἄνθος.
Πόσαι «Θεαὶ»
καὶ Δέσποιναι! Πόσαι χρυσαῖ Βασίλισσαι!
Πόσαι χρυσαῖ Βασιλοποῦλαι! Πᾶσαι
«Ἐπισημόταται», «λαμπρόπταται»,
«ἔνδοξοι», διαπρέπουσαι ἐπὶ πλούτῳ
καὶ γένει, ὡς ἡ
τοῦ ἀνδρειοτάτου παραστήματος Γυνὴ
τοῦ Εὐσεβίου, ἡ μαρτυρήσασα ἐν
Ἀλεξανδρείᾳ, ἥτις διέπρεπε καὶ
ἐπὶ παιδείᾳ· ὁ ἱστορικὸς περιγράφων
οὕτω τὴν πανεύφημον μάρτυρα ὡς
«ἐπισημοτάτην καὶ λαμπροτάτην, ὡς
ἔνδοξον τἆλλα πλούτῳ τε καὶ γένει
καὶ παιδείᾳ», δὲν ἔπραξεν ἄλλο τι,
παρὰ παρέφρασε τὸ ὄνομα αὐτῆς Δωροθέα,
ὅπερ περιλαμβάνει πάντας τοὺς ὡς ἄνω
χαρακτηρισμοὺς, μηδὲ τοῦ τῆς παιδείας
ἐξαιρουμένου· διότι τὶ ἄλλο σημαίνουν
αἱ λέξεις θεάομαι, θέαμα, θειάζω,
Θέμις, Θέμιστα, Θεσμὸς, Θέσις=ποίησις-ἀπόδειξις,
θέσπισμα; τὶ ἄλλο ἤ ὅτι ἡ λέξις
παιδεία, σοφία, ἐπιστήμη; Σημαίνει
λοιπὸν τὸ ὄνομα Δωροθέα : Χρυσῆ καὶ
σοφὴ Βασιλοπούλα.(Αθηναγόρας).
Κάτινος-κάτινου=Κάποιου
αντων. “Κάτινος χάριζαν ένα γομάρι κι
αυτός το κύτταζε στα δόντια”.
Κατούνι=Κυθήρων.
Κατορυχὰς
=Τοὺς θησαυροὺς λέγει ὁ Ἡσύχιος καὶ
κάθεμα περιδέραιον χρυσοῦν·
Κατρεὺς=
Ο υἱὸς τοῦ Μίνωος καὶ ἀδελφὸς τῆς
Ἀερόπης καὶ τοῦ Χρύση.
Κατριβάνο=
Ηπείρου τοπ.
Κατσιφάρα=ομίχλη,
κατσίφης- τσούφης
Κατσκαρίκια
τα= Παιδιά. Παρεφθαρ.η λ. κατισχάριον=χαλίκι
λιθαράκι.
Κατσιμάτικα=Τοπωνυμία
εις Παξούς.
Κατσουλώνω=Ταπεινώνω,
“κατσούλωσε τ’ αυτιά” =ταπεινώθηκε,
αντίθετο το τσουλώνω
=σηκώνω,
τεντώνω.
Κάτουθε-κάτωθεν=Από
κάτω.
Καύδαυλο=Το
κεκαυμένο, μαυρισμένο λέγεται στη Σύμη.
Καυκανιά=Προϊστορικό
οίκημα πλησίον της Ολυμπίας. Οι κάτοικοι
του χώρου αυτού είχαν τη συνήθεια, όπως
και όλοι οι Έλληνες να τοποθετούν στα
θεμέλια των νεόκτιστων οικιών σαν
φυλακτό για να προστατεύει τους ενοίκους,
λίθινη κροκάλη, βότσαλο εγχάρακτο με
το σύμβολο της πίστεώς τους τον διπλό
πέλεκυν και με λόγους προστασίας. Σήμερα
ακόμη τοποθετούν σε νεόκτιστες οικίες
στη σκεπή, μπουκάλες με αγίασμα της
εκκλησίας. Η κροκάλη της Καυκανιάς
εκτίσθη το 1764 π.Χ. και καταστράφηκε το
1665 π.Χ. ‘Ηταν χαραγμένη και διαβαζόταν
από δεξιά προς αριστερά (βουστροφηδόν)
με τη συλλαβογραφική γραφή ΓΓΒ ενδιάμεσο
της γραμμικής Α και Β. Η συλλαβογραφική
γραμμική γραφή Α ανακαλύφθηκε και
προσαρμόσθηκε στις αρχές της 15ης π.Χ
χιλιετίας όταν βασιλεύς των εκτάσεων
της Κρήτης, Πελοποννήσου, Αττικής,
Κυκλάδων και των Ιονίων νήσων ήταν ο
Δίας ο 14ος. (Τσιόγκας –Καραβά)
Καύκασος=Ο
αρχικός Καύκασος ήτο στους Παξούς,
Καύκασος και εν Ηπείρω, ακριβώς το όρος
Κορύλλας το άνωθεν της Παραμυθίας ήτις
έχει την ονομασία εκ του Προμηθέως.
Καύκασος.
=μεγάλη οροσειρά της Ασίας μεταξύ του
Ευξείνου πόντου και της Κασπίας θαλάσσης
ήτις δύναται να θεωρηθή ως συνέχεια του
όρους Ταύρου.
Καύκω=Κύπρος
καίω, έκαυσα εκαύκουμουν
Καύκωνες=έθνος
βάρβαρον
Καυλωνία=πόλις
Ιταλίας, ήν Αυλωνίαν
ο Εκαταίος καλεί δια το μέσην αυλώνος
είναι από το γαρ της Αυλώνος, ύστερον
μετωνομάσθη Καυλωνία,(Στεφ.Βυζάντιος)
Αυλώνα
πόλις σήμερα της Αλβανίας.Αυλώνα
πόλις της Ήλιδος, Μεσσηνίας, Χαλκιδικής
Χερσονήσου κ.α.(Βλέπε λέξη Καύμα)
Καυλικοί=έθνος
κατά τον Ιόνιον κόλπον Εκαταίος Ευρώπη.
Κέκληται δ’ από όρους , ό Απολλώνιος
μετά του α Καυλιακόν φησι. Αυλών
κοίλωμα μεταξύ βουνών αυλώνες
πόντιοι=στενά περάσματα θαλάσσης του
Αιγαίου
Καύμα=προσωνυμία
του έρωτα στην αρχαία Ελληνική, εξ αιτίας
της καυστικής, καθαρτήριας φύσης του.
Κάμα
είναι όνομα του Βεδικού θεού του
έρωτα(Αέρωπος) Καύμα=πύρωσις
Ησύχιος
Καυνός=πόλις
της Ρόδου
Καύνος=πόλις
Καρίας από Καύνου ού η αδελφή Βυβλίς
ερασθείσα φεύγοντος εκείνου [απήγξατο].
Όθενη παροιμία ο Καύνιος έρως. Καύνος
πόλις Κρήτης (Στεφ.Βυζάντιος)
Καΰστερρος=ποταμός
(Ησύχιος)
Καΰστριον=πεδίον
της Εφεσίας, ο από Καΰστρου ποταμού ός
δια το έχειν την Κατακεκαυμένην χώραν
πλησίον εκλήθη.Καϋστριανός,Καϋστριανή,
Καΰστριοι (Στ.Βυζάντιος)
Καΰστριος=Ομ.Ιλ.Β,
461, Ηροδτ.και
Κάϋστρος,
ποταμός της
Ιωνίας χώρας (Νικ.Λωρέντης)
Κάφαν=
Κούτρα, Καύκαλο.
Καφές=Το
ρόφημα αυτό παρουσιάζεται στην Ήπειρο
από το 1840 σε μικρά φλυτζανάκια.
Καφκιά=
Γουδί
Καφύαι=πόλις
Αρκαδίας
Καφυρίζειν
ή καφουρώνειν φυσαλίδας του εξατμιζομένου
ύδατος
Καφύρις,
Κάφα-Κιάφα, Καγιάφα, Καφάς, Καφηρεύς=έχουν
σχέση με το πνεύμα με τον αέρα, τον
άνεμον.
Κάφουρα,
Κάθυρα, Κάπυρα, Καπύρι, Κάπρι-Καπρίη-Καπριαί
= Πόλις
Ιταλίας.
Καφούρα=αναθυμίασις
Καφυρεύς=Ωνομάσθη
το ακρωτήριον της Εύβοιας-Παξών-Γυρών
πετρών δια το τρικυμιώδες και ανεμώδες
αυτού, δια τούτο και λέγονται υπό του
Ομήρου Ανεμούριον αι Γυραί πέτραι, ταυτό
του Κύφος, Κηφισίς, Κηφισσός. Το επίθετον
Ανεμο-γιάννης συναντάται μόνο στους
Παξούς
Κάφυρος-Κάπυρος
και το καφυρίζειν ή καφουρώνειν σημαίνει
τας φυσαλίδας του εξατμιζομένου ύδατος,
ευρίσκομεν το όνομα της Αφροδίτης της
εκ του αφρού της θαλάσσης δήθεν γεννηθείσης
και πάντα ταύτα διότι επί της πάντοτε
αφροέσσης ως εκ των τρικυμιών της νήσου
των Παξών, ήτις ελέγετο και Κύθηρα,
ετιμάτο η Αφροδίτη η και Παφία.(βλέπε
Παφλάζω)
Κάχτα=Το
καρύδι.Γίνηκε κάχτα=γυαλί από άποψι
καθαριότητος.
Κάψα=
πόλις Χαλκιδικής κατά Παλλήνην, ομορούσα
τω Θερμαίω κόλπω., ο πολίτης Καψαίος. Ο
πυρετός.
Καψερός=Φύλακας
των ενδυμάτων που απέβαλλαν εκείνοι
που έμπαιναν στα λουτρά κατά τα βυζαντινά
χρόνια.Καψερός=κακομοίρης.
Καψό Σπύρο, Καψό Μήτρο με την έννοια του
άξιος οίκτου.
Καψούλες=Άλλως
καψούλια.Μεταλλικά καψύλια που
εχρησιμοποιούσαν για την εκπυρσοκρότησι
στα παληά εμπροσθογεμή όπλα.
Καψούρης=Τα
χαμοκέρασα, φράουλες.
Κεγχρεαί=πόλις
Τρωάδος εν ή διέτριψεν Όμηρος μανθάνωντα
κατά τους Τρώας. Κεγχρεαί πόλις και
επίνειον της Κορίνθου και Κεγχρεαί
πόλις της Ιταλίας (Στ.Βυζάντιος)
Κέγχρος=είδος
βοτάνης(Ησύχιος)
Κεδνὸς =Ο
πολύτιμος.Κεδρύσιες-ιοι=(κέδρος)οι
Κυδωνιάται.
Κεδρεαί=πόλις
Καρίας
Κύδωνες
=έθνος Κυδωνία =πόλις Κρήτης. Κυδώνιον
μέγα και αξιόλογο(Ησύχιος)
Κέκροπες=οχείς
(Ησύχιος)βλέπε Κέρκωψ, κέκροψ
Κεκροπία Γη,
η Ατθίς, το Μινωϊκόν Πέλαγος, η Αθηνά
Μινωΐς και η Αίγινα= θα τις συναντήσουμε
αρχικά στο τρίγωνο Θεσπρωτία-Φαιακία-Παξοί.
Απολλωνίου Ροδίου Αργοναυτικά Βιβλ,
Δ΄Στιχ. 1564,1766,171(Αθηναγόρας)
Κέκροψ= ο
διφυής, έχων διπλήν φύσιν δράκοντος και
ανθρώπου, δια του οποίου τούτου παριστάνετο
κυρίως ως εισηγητής της νομίμου
συνοικέσεως του ανδρός μετά της γυναικός
Απολδρ.γ΄-Θουκ.(βλ.κέρκωψ)
Κέκροψ=απατεών
ή πιθηκος (κέρκωψ) Ησύχιος
Κελαιναί=πόλις
της Φρυγίας.Κελαινός=μελαψός,
σκοτεινόχρωμος.Κελαινώ μία των
Δαναϊδων
Κελαδών=Κλάδαος
ποταμός της επαρχίας ΄Ήλιδος εν
Πελοποννήσω, περιέχων το ιερόν άλσος
Άλτιν πλησίον της Ολυμπίας και εισβάλλων
εις τον Αλφειόν, (Ξενοφ. Ελλην.)
Κελάδων=ποταμός
Αρκαδίας, ηχών, μέλπων κέλαδος, ήχος
μουσικός (κελάρυσμα) Ησύχιος.
Κελαδώνη=πόλις
Λοκρίδος, ως Διονύσιος Γιγαντιάδος
πρώτω, το εθνικόν Κελαδωναίος,
(Στεφ. Βυζάντιος)
Κέλαιθοι=έθνος
Θεσπρωτικόν προσεχές τη Θετταλία Ριανός
δ΄ λέγονται και Κελαιθείς (Στεφ. Βυζάντιος)
Κελλάρια=τοπωνύμιο
Παρνασσού
Κέλλιον
όρος=Ένα από τα επτά βουνά που είναι
κτισμένη η Ρώμη, αποτελούν το δεύτερο
μέρος της μεγάλης αυτής πόλεως επί του
οποίου υπήρχε μεγάλος ναός του Διός,αγορά
και άλλαι αξιόλογαι οικοδομαί(Ν.Λ.)
Κελμίς=παις,
Κέλπαιος όνομα ενός των Ιδαίων
Δακτύλων (Ησύχιος)
Κέλπαιος=Όνομα
Κέλπαιος Θαγετός, ήταν φύλο Θαγετικό ο
εναπομείνας λευκός άνθρωπος. Θαγετικά
φύλα από το 55.000 π.Χ. μέχρι την 11η π.Χ.
χιλιετία αυτοονομάζονταν Σελλοί ή
Ελλοί. Από το 11.000 π.Χ. οι λευκοί Θαγετοί
(βλέπε λ.) της Αιγηΐδας αυτοονομάζονταν
Πελασγοί αλλά και Έλληνες. Της Αμερικής
όμως οι Σελλοί, οι ελάχιστοι εναπομείναντες
από τους κατακλυσμούς, συνέχισαν να
ονομάζονται μέχρι τον 6ο μ.Χ. αιώνα Σελλοί
ή Σελάνες. ‘Ολα αυτά τα Θαγετικά και
Πελασχικά φύλα κάτοικοι της Αιγηΐδος
και παραμεσογειακών χωρών όλοι αυτοί
έφερον διάφορα ο ονόματα:Μινύες, Σελλοί,
Αιολείς, Σόλυμοι, Ίωνες, Αχαιοί, Δαναοί,
Γραικοί, Δωριείς αλλά και Έλληνες
(Τσιόγκας Ταξιάρχης)
Κέλσα πόλις
της Ταρρακωνικής Ισπανίας, αρχαία και
επίσημος κειμένη επί του Ίβηρος ποταμού
Κέλσος φιλόσοφος
Κέλται-Κελτοί=αρχικά
φύλο ελληνικό, αργότερον κατώκουν την
Γαλλίαν Γαλάται και Γάλλοι καλούμενοι
συνήθως η χώρα αυτών αναφέρεται μεταξύ
του Σηκουάνα και Γαρούνα ποταμού,
Γαρούνα= χωρίον άνω και κάτω
Γαρούνα της Κέρκυρας.(Βλέπε ΓΑΡ)
Κελυδνός=Ποταμός
της Ηπείρου ρέων των συνόρων της Ιλλυρίας
και εισβάλλων εις την θάλασσαν
Κεμέρι=Ασημένια
ζώνη που φέρει η νύφη την ημέρα των γάμων
της. Πέτσινο ζωνάρι όπου φυλλάσουν
χρήματα
Κένταυρος=άγρια
θεσσαλικά φύλα μεταξύ Πηλίου και Όσσης,
διωχθέντα υπό των Λαπίθων.Κένταυρος
επώνυμον σύνηθες εις Κέρκυρα. Κένταυροι
= λησταί και οι Αινιάνες παιδερασταί
από του όρρου (όρρον –κεντείν; ) Κέν-ταυρος
=όρρος +ταυρος(Ησύχιος )
Κενώνω=βάζω
φαϊ στα πιάτα.(κερκ.)
Κεπέ-κιαπέ=Έχει
την έννοια του μετά, κατόπι.
Κέρας,
Κερυσός, Κέραστα=
Αι νήσοι των Παξών-Κερκύρας,
Κέρας
=Ακρωτήριον πλησίον του Βυζαντίου στη
Θράκη.
Κέρας=
Δηλούν πάσαν
αφθονίαν, αναφερόμεναι εις τας νήσους
των Μακάρων,Κερκύρας-Παξών, Λέσβου.
Κέρας Ἀμαλθείας, Κερκύρας-Παξῶν
καὶ Λέσβου. Καίρατος ποταμὸς ἐν
Κρήτῃ, Καίρατος καὶ ἡ Κνωσσὸς.
Κέρασμα=Κερώ
(αρχ.), κερνώ, κεράσω, κεράσι κλπ. Τα
προσφερόμενα στον επισκέπτη γλυκίσματα,
καφέ κλπ. κεράσματα.
Κερασούντα=Πόλις
της επαρχίας του Πόντου, αλλά και
τοπωνύμιο της Ηπείρου.
Κεραύνια
ὄρη = Τὰ ἐν Ἠπείρῳ, ὁ δὲ Ἄμμων
γηγενὴς ἠπειρωτικὸς θεὸς, ὁ Ἀρισταῖος
ἐπιτόπιος θεὸς τῆς Κερκύρας.(Αθηναγόρας)
Κέρδος=Το
χρήμα.Κερδώος ο Ερμής και ο Απόλλων.
Κέρκαφα εγγύη, κατά τον Ησύχιον,
Κερκίς= Μικρά ράβδος. Πάσααλος ή
περόνη.
Κέρκυρα-
Κόρκυρα-Γόργυρα=Η υπόνομος, το όρυγμα,
το μεταλλείον. Γόργυρος και Γοργεύς
ο Διόνυσος, ο χρυσούς. Κέρκωπες οι
απατεώνες, οι δόλιοι, πονηροί, Κερκώπων
αγορά. Κεραΐζω= αρπάζω χρήματα.
Χρυσόκερως και ο Διόνυσος. Κέρβερος
ο φύλακας του χρυσού Πλούτωνος. Κεραυνός,
Κέραμος τόπος υπόγειος περικλείων
χρυσόν.
Κεράτιον=Καράτιον.
Σύμβολον των Καβείρων ήτο η λαμπάς.
Λάμπη ο αφρός, η λάμψις, ο χρυσός.
Λαμπτήρ ελέγετο και ο Διόνυσος ο
χρυσοκόμης
Κεραύνια=όρη
υψηλά και απότομα μεταξύ της Ηπείρου
και της Μακεδονικής Ιλλυρίας, των οποίων
η εξέχουσα προς τη θάλασσα άκρα εκαλείτο
Ακροκεραυνία, σήμερα όρη της Χιμαίρας.
Απολ. Ροδ. Δ, 520. Στράβων. Κεραύνια
όρος της επαρχίας Αλβανίας εν τη Ασία
το οποίον κατά Στραβ.ήτο συνέχεια του
Καυκάσου όρους. (Νικ. Λωρέντης)
Κεραυνός=το
του Διός αμυντήριον (Ησύχιος)
Κεραύνιος
Ζευς εν Σελευκεία(Ησύχιος)
Κεραυνία=
βλέπε Κερυνία
Κεραύσιον=όρος
της Αρκαδίας
Κερί=Εκτός
από το σχήμα λαμπάδας, υπήρχε και το
σχοινοτενές που κόβονταν στα επιθυμητά
διαστήματα για διάφορες χρήσεις.Όπως,
έδεναν τα πόδια και τα χέρια των νεκρών,
άναβαν στα μνήματα, εξ ου και η ευχή “να
ζήσεις νάρχεσαι καμμιά φορά στο μνήμα
μου να μ’ ανάβεις κάνα κερί.”
Κερκάσ-ωρος
=πόλη της Ανω
Αιγύπτου όπου λατρευόταν ο Ώρ-ος
(Στραβ.Ηροδοτ.)
Κερκηΐς=Θηγάτηρ
του ουρανού και της Τηθύος (Νικ. Λωρέντης)
Κέρκινα=Όρος
της Παιονίας.
Κερκίνη-Κερκινίτις=βουνό
και λίμνη της Μακεδονίας κειμένη επί
των συνόρων της Θράκης.
Κερκίνιον=
Πόλις μικρά της Πελασγιώτιδος χώρας
στη Θεσσαλία πλησίον της Βοιβηΐδος
λίμνης.
Κέρκουρος
ή
Κερκινίτις=Αρχαιοτέρα
ονομασία της λίμνης Αχινού-Εχίνου ΝΔ
των Σερρών. Κέρκυρα-Κέρκουρα-Κερκινίτις
η νήσος των Φαιάκων.
Κερκύνες
και Θοαί
νήσοι= Τα νησιά
των Παξών-Κερκύρας.
Κέρκυρ
–ος ο=Ο Κερκυραίος.
Κέρκυρα=Θυγάτηρ
του Ασωπού και της Μεθώνης, μετά της
οποίας εγέννησε τον Φαίακα.
Κέρκυρα=
Η νήσος Μελίτη ελέγετο και Αιθιοπία. Η
νυν Αιθιοπία έλαβε το όνομα αυτής εξ
αποίκων Κερκυραίων και εκ του αυτού
γεωλογικού περιεχομένου του εδάφους
αμφοτέρων των τόπων. Η νυν Αιθιοπία
φέρει και το όνομα Αβυσσηνία.
Μάκριν ὀνομασθῆναι
τὴν Νῆσον
ἀπὸ
Μάκριδος τοῦ
Διονύσου, Κέρκυραν δὲ
ἀπὸ
Κερκύρας τῆς
Ἀσωποῦ
θυγατρὸς.
Τὴν δὲ
Κέρκυραν τὸ μὲν
παλαιὸν κληθῆναι
Δρεπάνην, διὰ
τὸ τὴν
Δήμητραν ἀγαπήσασαν
Μάκρην τοῦ
Διονύσου τροφὸν
κατοικῆσαι ἐν
τῇ νήσῳ.
Κέρκυραν =Ο
Ἡρακλῆς καὶ ὁ Διόνυσος δευτέραν
πατρίδα ἔσχε. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς
τὴν Κέρκυραν ἐπίσης εἶχε δευτέραν
πατρίδα.
Κέρκυρα=
Διὰ πολλῶν ὀνομάτων ἐκαλεῖτο. Τὰ
γνωστότερα ἐξ αὐτῶν εἶναι ἐκτὸς τοῦ
ὀνόματος Σχερία, τὸ τῆς Φαιακίας,
Γόργυρας, Ἄργους, Ἐρετρείας-Ἐρυθείας-Αἰθιοπίας,
ἰδίως τὸ τῆς Δρεπάνης, Ἅρπης καὶ
Μάκριδος ἐκ τῆς «κούρης Ἀρισταίοιο
Μελίφρονος» τῆς Τιθύνης τοῦ Διονύσου.
Άλλα
ονόματα της νήσου: Δρέπανον, Άρπη,
Ποσειδωνία, Κασσιώπη, Μινωίς, Συρίη,
Λοκρίς, Σχοινούς, Άργος, Αμαλθείας,
Κέρας, Κέρασος, Στήλαι Ηρακλέους και
Στήλαι Διομήδους,Αυσονία, κατά τον
Λυκόφρονα, Αττική ,Θήβη, Κυρήνη, Κέρνη,
Ολβία, Έφεσος, Πίειρα, Δολιχή,Αλκινόου
ιερόν έδος, Ρύθεια, Σκυρία, Σχερία,
Φαιακία, Αιθιοπία, Ατλαντίς, Κέρκυρα,
Κόρκυρα, Γόργυρα, Μάκρις Μακάρων Νήσος,
Τυρσηνία, Γυμνησία, Βαλεαρίς, Σικελία,
Εσπερία, Ευρώπη, Βαβυλών, Εύβοια, Λιβυρνίς,
Σύρτις, Λιβύη, Αφρική, Αραβία, Κηφηίς,
Ζεφυρία, Ορθρωνός, Μελίτη εκ της νύμφης
Μελίτης την οποίαν ο Ησίοδος καλεί αυτήν
“χαρίεσαν”
εκ της οποίας ο Ηρακλής εγέννησεν τον
Ύλλον. Κέρκυραν= Μεταξύ των τόσων
ονομάτων είχε και το Σχερίας-Σκυρίας,
βασιλεὺς τῆς ὁποίας ἦτο ὁ Λυκομήδης
μετὰ τῶν τέκνων τοῦ ὁποίου ἀνετρέφοντο
ὁ Ἀχιλλεὺς, ὅστις ἐκ τῆς θυγατρὸς
τοῦ βασιλέως Δηϊδαμείας ἐγέννησε τὸν
Νεοπτόλεμον ἤ Πύρρον.
Κέρκυρα
= Στην Κέρκυρα θα ανεύρωμεν τον Λοκρὸν,
τὸν Διομήδην, τὸν Ραδάμανθυν, τὴν
Ἰνὼ-Λευκοθέαν τοῦ Κάδμου, τὸν Ἴναχον,
διότι η Κέρκυρα καὶ Ἄργος ελέγετο. Τὸν
Ἰάσωνα καὶ τὴν Μήδειαν, τὸν Θησέα,
τὸν Ἄτλαντα καὶ πάντες τοὺς ἥρωας
καὶ ἡμιθέους τῆς Ἑλλάδος, διότι ἡ
ἀρχικὴ Ἑλλὰς, ἡ Ὁμηρικὴ,
περιελαμβάνετο μεταξὺ τῶν Νήσων
Κερκύρας-Παξῶν καὶ τῆς ἀπέναντι
Ἠπείρου. Ἐν τῇ Ἠπείρῳ δὲ παρὰ τὴν
Ἠγουμενίτσαν ὅπου τὸ «Καστρὶ» ἤ
Ἰλιὰς, ἔκειτο ἡ Ὁμηρικὴ Τροία
καὶ τὸ Ἴλιον.(Αθηναγόρας.)
Κέρκυρα=Μελίτην,
ἀφοῦ Κόρκυρα σημαίνει ὅ,τι καὶ ἡ
Μελίτη: τόπον δηλαδὴ ὄχι τόσον τοῦ
μέλιτος, τὸ ὁποῖον κατὰ δεύτερον λόγον
σχετίζεται πρὸς τὸ ἀρχικὸν αὐτῆς
ὄνομα, ἀλλὰ τόπον μᾶλλον περικλείοντα
ἐν σπλάχνοις αὐτοῦ πολυτιμότατα ὑλικὰ.
Κέρκυραι=
Ὡς ἐν τῷ Ἰονίῳ πελάγει ὑπῆρχον δύο
οὕτω ὑπῆρχον καὶ δύο Νῆσοι φέρουσαι
ἐν τῇ ἀρχαιότητι τὸ ὄνομα Μελίτη· ἡ
μία ἡ Μητρόπολις Κέρκυρα, καὶ ἡ ἄλλη
ἀποικία αὐτῆς,τὰ «Μέλητα»τοῦ
Πορφυρογεννήτου. Κάλλιστα ὄθεν θὰ
ἠδύνατο νὰ ἐκληφθῇ ὡς Μελίτη νῆσος,
εἰς ἥν ἐναυάγησεν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
καὶ ὅπου ἐπὶ τρίμηνον διέμεινεν, ἡ
Νῆσος τῆς Κερκύρας.
Κέρκυρες
Δωριείς=Από τις παραδόσις των Ίνκας
αποκρυπτογραφήθηκαν Οι λέξεις Κέρκυρες
Δωριείς οι οποίοι είναι οικισμοί. Αυτοί
ήλθαν από τη λίμνη Τιτινάκα=Κορυσσία
λίμνη, η λίμνη αυτή βρίσκεται στην
Κέρκυρα και στο όρος Ιστώνη, που μαζί
με το όρος Παντοκράτορα εκτείνονται
στα Δ του νησιού. Το δε ύψος του είναι
γύρω στα 914 μέτρα και αυτό το ονόμαζαν
οροπέδιο (ococilial). Οι λέξεις
Tambutocco occotabo (amatamu) tcamao otobu=
απότομα, πρηνέα, εδάφη cocotcou ocoos
octomac= χαράδραι όρους Ιστώνης.
Η λέξη εμπεριέχει και τη λέξη σπήλαια,
ctacaoa = σπήλαια, ctout=σπέος=σπήλαιον.
Όλα δείχνουν πως προήλθαν από τα μέρη
της Κέρκυρας. Κράτησαν όμως τη γλώσσα,
τους θεούς τους, τα έθιμα και τον ίδιο
τρόπο ζωής.(Καραβά-Γαλάνη Μαρίνα)
Κερκύων=Πατέρας
της Αλόφης-Αλόπης και μητέρα του
Ιπποθόοντα από τον Ποσειδώνα.
Κερκόπορτα=Η
πόρτα της Αγιάς Σοφιάς η οποία έμεινε
ανοικτή από κάποιους(;) και μπόρεσαν οι
Τούρκοι να εισδύσουν.
Κερκοπίθηκος=κέρκος
ουρά ζώων
Κέρκωψ-ωπος=Κέκροπες
ήταν είδος μυθικών ανθρωποπιθήκων,
δόλιων, πανούργων τους οποίους εξολόθρευσεν
ο Ηρακλής νικήσας.«Κέρκωπες»=
Οἱ μυθολογούμενοι
τοὺς ὁποίους
ἐσυνέτισεν ὡς
ἔπρεπε, ὁ
Ἡρακλῆς,
ἦσαν Κερκυραῖοι,
ὑπ’ αὐτῶν
τούτων τῶν
Κερκυραίων περιφρονητικῶς
ὀνομασθέντες
«Κέρκωπες».(Αθηναγόρας)
Εκαλούντο
επίσης Κέρκωπες ένα μέρος πλησίον των
Θερμοπυλών Κερκώπων έδος (έδαφος).
Κέρκωπες λαός τις της Μικράς Ασίας
κατοικών περί την Έφεσσον, περιβόϊτον
δια το απατηλόν και πανούργον αυτών
χαρακτήρα. Ο Λουκιανός αναφέρει τους
Κέκρωπες
ως φθονερούς και κακοτρόπους άνδρας.
υπό τούτο το όνομα αναφέρεται έτι και
εν δράμα του Ευριπίδου.(Νικ.Λωρέντης)
βλ.Αλλαλία
Κέρκωπες=ποικίλοι.
Πονηροί. Πανούργοι. “περιττήν τινα την
κατασκευήν είχον αι Κερκυραίαι μάστιγες.
Οι δε και διπλάς αυτά έφασαν είναι. Είχον
δε ελεφαντίνους κώπας και τω μεγέθει
περιτταί ήσαν. Υπερηφάνους δε και
ευπραγούντας τους Κερκυραίους φησίν
Αριστοτέλης (ποιείσθαι ) ή γενέσθαι
(Ησύχιος) Κεκροπία
και Κεκροπίς
φυλή από Κέκροπος
Κέρμα=Τὸ
χρῆμα καὶ κέρσα τὸ αὐτὸ. Ἐξ οὗ,
Ἀξιόκερσα, Ἀξιόκερσος, οἱ Κάβειροι
τῆς Σαμοθράκης.
Κερματιστής=
Ο τραπεζίτης.
Κέρτα=πόλις
, υπό Αρμηνίων (Ησύχιος)
Κερύνεια=Μία
των δώδεκα εν Αχαΐα πόλεων και αρχ.
ομώνυμον όρος, νυν Φτέρη, μεταξύ
Καλαβρύτων και Αχαΐας, εκ τούτου εκλήθη
Κερυνίτις έλαφος ήν συνέλανεν ο
Ηρακλής(Πρωΐας) Κερύνεια
έλαφος, μία
των πέντε χρυσοκεράτων ελάφων κατά των
οποίων η Άρτεμις έκαμεν τας πρώτας αυτής
θηρευτικάς δοκιμάς, ήτις ως λέγεγεται
είχε και χαλκούς πόδας. Ταύτην θηρεύσας
μετά ταύτα ο Ηρακλής την έφερεν εις τας
Μυκήνας προς τον Ευρυσθέα. Κερήνιος
Πάγος, η περί
την Κερύνειαν χώραν. Καλλμ.Άρτ.109. Κυρήνεια
ή Κερωνία και Κερύνια πόλις της νήσου
Κύπρου (Νικ.Λωρέντης)
Κερχνίς
ιδος= Ιωνκ
αντί Κεγχρίς,
της Κεγχρείας ή εις
τον λιμένα
Κεγχρέας εν
Κορίνθω ανήκων Καλλ. Δηλ. 271 (Νικ. Λωρέντης)
Κερωσός=μικρά
νήσος του Ιονίου πελάγους πλησίον της
Μελίτης (Κέρκυρα) Απολλ.
Κεσίμι=Η
συμφωνία για αιγοπρόβατα ή κτήματα,
όταν ο ιδιοκτήτης παραχωρεί σ’ άλλον
για εκμετάλευσι επί αποδόσει ωρισμένης
ποσότητος προϊόντων. Στην περίπτωση
αυτή τα αιγοπρόβατα λέγονται “κεσιμιάρικα”.Ο
όρος κεσίμι έχει εφαρμογή και σε αγροτικές
υποθέσεις.
Κεστρίνη=Επαρχία
μικρά της Θεσπρωτίας εν Ηπείρω κληθείσα
ούτως από του Κεστρίνου βασιλέως της
Ηπείρου υιού του Ελένου και της Ανδρομάχης
από του οποίου ονομάσθη η μικρά χώρα
της Θεσπρωτίας Κεστρίνη.
Κεστρινικοί
βόες=οι εν Χαονία, η γαρ Χαονία πρότερον
Κεστρίνη προσηγορεύετο, έστι δε μοίρα
της Ηπείρου διαφόρους έχουσα βους
Κεστρείς ζώον λαίμαργον τε και
άπληστον (Ησύχιος)
Κετίγνη=
π. της Νοτιοσλαυΐας, πρωτ. άλλοτε του
Μαυροβουνίου (Πρωΐας)
Κέτσουα
- Αραουκάνοι - Αϋμαρά - Μάγιας κ.α. Ν.
Αμερικής δηλώνουν ελληνικής καταγωγής
κι έχουν μεσογειακά χαρακτηριστικά
(Λιακόπουλος)
Κεύθω
= Κρύπτω, κευθμὼν, Κύθηρα.
Κεφαλή,
σκύτη = Κορυφή
Κεύθω
= Κρύπτω, κευθμὼν, Κύθηρα.
Κεφάλα=Ο
γήλοφος που είναι κτισμένη η αρχαία
Κνωσσός.
Κεφαλάδες
=Τοπωνυμίαι εν Κρήτη, Κεφαλιάτικα
εν Παξοίς.
Κεφαλάρια
Κερκ.=Πονοκέφαλος.
Κεφαλάρι
=Λέγεται ἡ πηγὴ τῶν ὑδάτων. Τὸ ὅτι
τὸ ὄνομα Καίρατος της Κνωσσού
ἀναφέρεται εἰς τὰ ὕδατα, ἀποδεικνύει
καὶ ὁ σοφὸς γλωσσολόγος Ι. Θωμόπουλος.
Κεφαλή=Κατά
τον Ησύχιον ελέγετο και κορυφή και
σκύτη
Κεφαλληνία=
Η ἠπειρωτικὴ τοῦ Ὁμήρου, εἶναι αὐτὴ
αὕτη ἡ Κρήτη, ὀνομασία ταὐτοσήμαντος
τῇ Κεφαλληνίᾳ, ἀμφότεραι δὲ δηλοῦσαι
τὴν ὁμηρικὴν Αἰθιοπίαν.
Κεφαλόβρυσο=Η
νερομάνα πολλών χωρίων της Ελλάδος.
Κεφαλλήνες=Ονομάζει
ο Όμηρος τους κατοίκους της Σάμης διότι
η κεφαλή κατέχει στο σώμα του ανθρώπου
το πιο ψηλό μέρος.
Κεφώρ
εβρ.=σημαίνει πάχνη, ομίχλη. Κετώρ και
κειτώρ=θυμίαμα, καπνός, αλλά και τα
μέρη ταύτα των Παξών, ως και όλη η νήσος
ελέγετο Αιθαλώδης και Άχνη και
ο Κιθαιρών εις αυτήν αναφέρεται, ο
οποίος ελέγετο και Αστέριον όρος και η
νησίς της Παναγίας, υπό του Ομήρου
Αστερία ονομάζεται (Αθηναγόρας) Σήμερα
τα νησιά των Παξών και της Κερκύρας
έχουν ορισμένες μέρες του καλοκαιριού
με υπερβολική υγρασία ειδικά η Κέρκυρα
παρατηρεί κανείς πόσο πράσινο νησί
είναι όλες τις μέρες του έτους. Σημ.Μ.Σ.
Κήδος
=Μέριμνα,
φροντίς.
Κηλάστρα=Αγγείον
ποιμενικό.
Κηπαρό
=τοπ. Ηπείρου,
Κηπουριά τοπ.
Κερκύρας
Κήποι=Τοπωνύμιον
Παξών.Πόλις του Κιμμερικού Βοσπόρου
ανατολικώς, κτισθείσα το πρώτον υπό των
Μιλησίων, τώρα Κεπίλ. Κήποι εκαλείτο
τόπος εκτός της πόλεως των Αθηνών, έχων
ναόν της Αφροδίτης, αλλά και Κήποι
γραφικό χωριό υπάρχει σήμερα στα
Ζαγοροχώρια Ηπείρου, Κήποι και στον
Εβρο.
Κηπουραίων=Τοπ.
Κεφαλληνίας
Κήποι=Παράδεισος
(οι Πέρσαι).
Κήπος-
κήπιον=Σκόρδο και κατ’επέκτασιν
εδώδιμα χόρτα ή φυτά.
Κηρεύς=ποταμός
της νήσου Ευβοίας
Κηρύκιον
=όρος της Εφέσου εφ’ου μυθεύουσι τον
Ερμήν κηρύξαι τας γονάς Αρτέμιδος
(Ησύχιος)
Κήτειοι=γένος
Μυσών από του παραρ(ρ)έοντος ποταμού
Κήτεος(Ησύχιος Κητεύς=Βασιλεύς της
Αρκαδίας, υιός του Ορ-σιλόχου ήτις
η ονομασία αναφέρεται εις το ορ, τον
χρυσόν.
Κητὼ= Θυγάτηρ
τῆς Δωρίδος καὶ τοῦ Νηρέως.
Κητὼ= Η
μήτηρ τῶν χρυσῶν Γοργόνων καὶ τῆς
Ἐχίδνης, ἥτις ἐφύλαττε τὰ χρυσᾶ μῆλα
τῶν Ἑσπερίδων ἐν τῇ νήσῳ
Ἐρυθείᾳ-Κερκύρᾳ-Παξοῖς.
Κηφήνες=Λέγονται
κάποιες μέλισσες, αλλά και Αιθίοπες
Κηφήνες.
Κηφισσός=Ποταμός
Κηφισίς λίμνη,Κηφισσία πόλις
της Αττικής.Κηφισιείς γένος Ιθαγενών
Κηφισιείς
γένος Ιθαγενών Κιφησία =μία των 12
αρχαίων πόλεων των Αθηνών Κηφισίς
λίμνη (Ησύχιος)
Κηφισός=
όνομα ποταμού της Βοιωτίας, κοινώς
Μαυρονέρι, Κηφισός όνομα ποταμίσκου
της Αττικής Κηφεύς ήρως της
Αργοναυτικής εκστρατείας (Πρωΐας)
Κία-Κέως-Κέος=Μία
των Κυκλάδων νήσων, απέναντι του
ακρωτηρίου Σουνίου πατρίς του λυρικού
ποιητού Σιμωνίδου του Κείου, έτι Κία
τανύν Ζία. Κείος ο κάτοικος.
Κιάβρος=Ποταμός
της Μοισίας χώρας εν ευρώπη δια του
οποίου εχωρίζετο η άνω Μοισία από την
Κάτω Μοισία (βλέπε λέξη).
Κιανός κόλπος
της Βιθυνίας στην Προποντίδα εις τον
μυχόν του οποίου κείται η πόλις Κίος
Κιάσο το=Η
για λόγους επιδείξεως υπερηφάνεια
κυρίως των νέων. “Όλο κιάσα είναι”=
καμώματα.
Κιβούρι=Τάφος
μνημείο.
Κίβουρας=Νεκροθάφτης.
Κίβεντο=Κουβέντα,
συζήτησις.”Γίνηκε κίβεντο στον
κόσμο”=θέμα συζητήσεως όχι καλής.
Κίεβον
=πρωτεύουσα της Ουκρανίας και πρώτη
πρωτεύουσα της Ρωσίας “η μητέρα των
ρωσικών πόλεων”. Είναι άγνωστο το πότε
ιδρύθηκε, αλλά φαίνεται ότι αρχικά
υπήρξε κέντρο των Πολιάνων του Δνειπέρου
ποταμού (Βορυσθένους) Λιακόπουλος
(Πολιάς=επίθετον της Αθηνάς)
Κιεύω=
Μουσκεύω ψωμί σε γάλα, ή λάδι, ή κρασί
κλπ.
Κιθαιρών=ώνος
όνομα όρους της Αττικοβοιωτίας
Κιθαιρώνιος=επίθετον
Διός(Στεφ.Βυζάντιος)
Κικίδι=Είδος
εντόμου που κατά προτίμησι ζει κάτω από
τη “γωνιά”. Ο γρύλλος.
Κικκάβη=
Η γλαὺξ ἡ καὶ κικυρὶς, ὁ λαμπτὴρ
κατὰ τὸν Ἡσύχιον· γλαύξ δὲ καὶ
νόμισμα.
Κίκονας-Καύκωνας
= Οι σημερινοί
Τσάκωνες
Κιλίμι=Ο
τάπης, χαλί. Ίσως από το κυλίω.
Κίλλα
η=Δὲν εἶναι ἄσχετος πρὸς τὸ κήλεος
καὶ κήλειος τὸ σημαῖνον τὸ πῦρ, τὴν
λάμψιν, τὸν ἥλιον, «πυρὶ
κηλέῳ» κατὰ
τὸν Ὅμηρον, καὶ «κιλάριος»ὁ
ἥλιος,κατὰ τὸνἩσύχιον κιλάριος
ὅπου τὸ κ κεῖται ἀντὶ τοῦ χ.
Κιλιμάντζαρον=(κίλι-μάντζαρο)
όνομα του υψηλοτέρου όρους της Αφρικής
παρά την Ταγκανίκαν
Κίλιξ=Ποταμός.
Κιμμέρια=τοπωνύμιον
Ξάνθης, καθώς και Γοργόνα, Παρανέστι,
Μεσοχώρι Δράμας, Νευροκόπι, γνωστά για
τα πολύτιμα ορυκτά.
Κιμμερίς
θεά=Η Μήτηρ
των Θεών
Κιμπάρης=Ο
γεμάτος προτερήματα άνθρωπος.
Κιν,κνα,κνι,χνα,χαν=Αι
ρίζαι αυταί αναφέρονται εις το ερυθρό
χρώμα. Βλέπε Κυδωνία.
Κίνα=Βλέπε
Σίνα. Σινικόν τείχος
Κινητικό=Το
καθαρτικό, ευκοίλιο φάρμακο.
Κίννα=πόλις
της Ασίατικής Γαλατίας
Κίννα,
κιννάβαρι=Βαφή έχουσα χρώμα ερυθρόν.
Κιννάβαρι=
Ορυκτὸν μεταλλοῦχον περιέχον θεῖον
καὶ ὑδράγυρον, ὁπόθεν τὸ ἐρυθρὸν
χρῶμα.
Κιννάμωμον=Η
κανέλλα
Κινύφειον
τον Ανταίον=εκ του ποταμού Κίνυφος
Κινύρας=
Ο ιερεύς της Αφροδίτης.
Κινύφειον
τον Ανταίον=εκ του ποταμού Κίνυφος
Κιόνα=
τοπ.Ηπείρου
Κινώπετα=κνώδαλα,
θηρία
Κιόνι=Κεφαλληνίας
Κίος
=πηγάζων επί
του όρους Ροδόπης
Κιοτεύω=Δειλιώ,
διστάζω.Κιοτής
=διστακτικός, δειλός.
Κιούγκι=Το
λυωμένο και φορμαρισμένο για διατήρησι
ξύγκι.
Κιούρου=Η
εκκλησία.(Ηπειρος)
Κίρκη+Καλυψώ=Ήτο
μία των Εσπερίδων νυμφών. Κίρκη ήτο μία
άλλη μορφή της Καλυψούς η οποία ελέγετο
και Ατλαντίς
Κίρκη=νησίς
των Παξών, Κίρκη
=τοπωνύμιον
Αλεξανδρούπολις με κοιτάσματα χρυσού
Κιρκόσιω=
Μεγαλόσωμη.
Κίρρα=πόλις
αρχαία της Φωκίδος επί του Κρισαίου
κόλπου, απέχουσα 6ο στάδιο των Δελφών,
την οποίαν ο Κλεισθένης επί των χρόνων
έτι Σόλωνος δια θεσπίσματος της
Αμφικτυονικής συνελεύσεως κατηδάφισεν
εκ θεμελίων, η δε περί αυτήν χώρα αφιερώθη
εις τον Απόλλωνα και κατεστάθη έκτοτε
λιμήν της πόλεως των Δελφών(Νικ. Λωρέντης)
Κίρφις,εως=όρος
Φθιώτιδος νυν Ξεροβούνι (Πρωΐας)
Κισθήνη=Τα
πεδία Κισθήνη, ο τόπος εις τον οποίον
κατώκουν ως ελέγετο, αι γραίαι και
γοργόνες περί το όρος Άτλαντα εν Λιβύη
(ένα από τα ονόματα των Παξών). Κισθήνη
και επί της Αιολίδος χώρας, Κισθήνη
νήσος απέναντι από τα παράλια της
Λυκίας,Κισθήνη πόλις και όρος εν
Θράκη(Ν.Λ)
Κισσὸς=Αρχικῶς
ἐλέγετο ἡ ἄμπελος· ἐντεῦθεν καὶ τὰ
ἐπίθετα τοῦ Διονύσου Κισσοκόμος,
Κισσοχαίτης καὶ Κισσὸς. κισσὸς
δὲ σημαίνει μέλας· «Ἐρυθρά πόλις
Ἰώνων, ἐκαλεῖτο καὶ Κνωσούπολις
εἶχε δὲ λιμένα καλούμενον Κισσὸν.
Υπήρχε χωρίον Κρήτης Κισσός Ρεθύμνης
και άλλο χωρίον Κισσός του νομού
Ηρακλείου και Κίσαμος αρχαία πόλις
της Κρήτης εις τον Μυρτίλον κόλπον και
άλλη Κίσαμος μικρά πόλις της αρχαίας
πόλεως Απτέρας και ακρωτήριον της ΒΔ
ακτής της νήσου και Κισάμιος κόλπος.
Κίτρες
–Κιτριαί=Κοινότης των Κάτω Δολών
επαρχίας Οιτύλου
Κίτρος
=Πολίχνη Μακεδονίας ἤ ἄλλως Κατερίνη
λεγομένη. Κίτρες καὶ Κιτριαὶ
κοινότης τῶν Κάτω Δολῶν ἐπαρχίας
Οἰτύλου.
Κίτιον=Πόλις
της της χρυσοφόρου Κύπρου και έτερον
χωρίον Κουτραφές.
Κίχυρος=Πόλις
της Θεσπρωτίας παραθαλάσσια πρότερον
Εφύρα
καλουμένη(Στράβων).
Κλαδευτήρι=Ειδικό
όργανο που κόβουν τους κλάδους ή
κλαδεύουν.
Κλαδί=Κλάδοι
θάμνων ή δέντρων που χρησιμεύουν ως
τροφή ζώων για το χειμώνα κυριώς και
τους αποθηκεύουν από το καλοκαίρι.
Κλαδούρια=Μακρυά
όχι πολύ χονδρά ξύλα για θέρμανσι.
Κλαρίζω=Κόβω
κλαριά για να φάνε τα ζώα.
Κλαζομεναί=πόλις
παραθαλάσσιος της Ιωνίας στη μικρά Ασία
επί του κόλπου της Σμύρνης, πρότερον
ήταν μεσογείως κτισμένη της οποίας οι
κάτοικοι φοβούμενοι τας επιδρομάς των
Περσών, ήλθον και κατώκησαν επί μιας
νήσου ήτις ηνώθη από τότε υπό του μεγάλου
Αλεξάνδρου δι’ ενός χώματος με την
πλησίον ξηράν. Οι δε κάτοικοι ενησχολούντο
εως επί πολύ με την καλλιέργειαν των
ελαιών δια της οποίας εχορήγουν μεγάλον
πλούτον εις την πόλιν των, εκεί εγεννήθη
και ο φιλόσοφος Αναξαγόρας. Ηρόδτ.1, 142.
Ξενφ.Ελλ. παρά του οποίου αναφέρεται ως
μίας νήσος, τανύν Βουρλά. Οι Κλαζομένιοι
των Κλαζομενών (Νικ.Λορέντης)
Κλαζομεναί=αι,
όνομα αρχαίας ελληνικής αποικίας της
Μ.Ασίας επί της ακτής και τινός παρ’
αυτήν νησίδος της Ιωνίας (Πρωΐα)
Κλάδαος
ο=Κελαδών,
ποταμός της Ίλιδος Πελοποννήσου, περιέχων
το ιερόν άλσος Άλτιν πλησίον της Ολυμπίας
και εισβάλλων στον Αλφειόν (Νικ. Λορέντης))
Κλαζομεναί
αι=προϊστορική
πόλις στις νότιες ακταίς του Ερμαϊκού
Κόλπου(Σμύρνης), η οποία ιδρύθηκε από
Πελοποννήσιους αποίκους από τις Κλεωνές
και τη Φλιούντα. Κλαζομεναί
αι =νησί που λέγεται σήμερα Μαραθούσα
(Λιακόπουλος)
Κλάζοντες=κραυγάζοντες
(Ησύχιος) σήμερον άλλη έννοια όπως Η
Πόρδοσελήνη (β.λ.)
Κλαν=Η
λέξη είναι η ελληνική κλών, κλώνος,
κλωνάρι, κλωνί, ο κλάδος, η παραφυάς,
Κλάνις
της Τυρρηνίας χώρας εισβάλλων εις τον
Τίβεριν τανύν Chiano
Κλαούρες=Μοιρολογίστρες
(κερκ.)
Κλαπάτσα=
Κλαπάτσα-Αρρώστεια
των γιδιών.Γκαλμπεάτσα.
Κλάπες=Χειροπέδες.
Κλαρίζομαι
=Κουράζομαι,
αποκάμνω.”Κόπηκα και κλαρίστηκα”=κουράστικα
υπερβολικά.
Κλαρίνο=μουσικό
όργανο προέρχεται από το κάλαμος, το
1995 βρέθηκε από τον καθηγητή Χουρμουζιάδη
στο Δισπηλιό της Καστοριάς σε βάθος
1,80 του μέτρου ο αρχαιότερος μέχρι σήμερα
αυλός με οπές και είναι κατασκευασμένος
από οστούν ποδός προβάτου και χρονολογείται
γύρω στα 5.800 π.Χ. Κατά την αρχαιότητα
ήταν το πιο σημαντικό όργανο που
κατασκευαζόταν από οστά, καλάμι, χαλκό
κλπ. υπήρχε και δίαυλος. Μεγάλη εξέλιξη
είχε μετά την αρχαία εποχή στην Ήπειρο
ως Κλαρίνο και είναι εξέλιξη όλων των
άλλων πνευστών οργάνων Ανατολής και
Δύσης (βλέπε Αυλός)
Κλάριοι=κλάδοι
(Ησύχιος)
Κλάριον=αμπελόφυτον
και επίθετον Απόλλωνος (Ησύχιος)
Κλάριος=επίθετον
του Διός υπό το οποίον ελατρεύετο εν
Τεγέα πόλη της Αρκαδίας
Κλάρος=πόλις
μικρά της Ιωνίας μικράς Ασίας πλησίον
της Κολοφώνος όπου ευρίσκετο ιερό Άλσος
του Απόλλωνος με ένα μεγαλοπρεπή ναό
αυτού κτισθέντα υπό της Μαντούς θυγατρός
Τειρεσίου όπου εδίδοντο και χρησμοί
υπό των ιερέων του θεού αυτού σήμερα
είναι ερείπια πλησίον της Ζίλλης.
Ομ.Υμν.Απολ.40 Θουκ.γ΄33 (Νικ. Λορέντης)
Κλαστήριον=δρέπανον
το της Αμπέλου (φύλλα τέμνον) Ησύχιος
Κλαυδιόπολις=πόλις
επίσημος της Βιθυνίας στην μικρά
Ασία.Κλαυδιόπολις=πόλις
της Ισαυρίας στη μικρά Ασία(Νικ. Λωρέντης)
Κλαούρες=Μοιρολογίστρες
(κερκ.)
Κλαπάτσα=
Κλαπάτσα-Αρρώστεια
των γιδιών.Γκαλμπεάτσα.
Κλάπες=Χειροπέδες.
Κλαρίζομαι
=Κουράζομαι,
αποκάμνω.”Κόπηκα και κλαρίστηκα”=κουράστικα
υπερβολικά.
Κλαν=
κλώνος, κλωνάρι
, κλωνί, κλάδος, παραφυάδα κλπ.Είναι
το βλαστάρι, το γέννημα, ο καρπός ο
γόνος, το παιδί.
Κλέα=Πηγή.
Κλειὼ
=Μανδαμάδου Λέσβου.
Κλειώ=κλείνω
(Ήπειρος)
Κλείτη
=Θυγάτηρ τοῦ βασιλέως τῶν Μερόπων, ἡ
πηγὴ Κλείτη.
Κλειτορία
λίμνη.
Κλέουσα=Νύμφη
ερωμένη του Πηνειού ποταμού.
Κλεφτοφάναρο=Κάθε
μικρό φανάρι κάπως προφυλαγμένο το φως
του από τον αέρα ή τη βροχή που
χρησιμοιποιείται έξω από το σπίτι.
Κλεψύδρα=αρχαία
πηγή Ακροπόλεως
Κλεωναὶ
διαρρεόμεναι ὑπὸ τῶν ποταμῶν
Λογγοποτάμου, παραλλήλως Κλεωναὶ
διαρρεόμεναι ὑπὸ τῶν ποταμῶν
Λογγοποτάμου, παραλλήλως τῶν ποταμῶν
Νεμέα καὶ Ἀσωποῦ.
Κλήμα
=Κρημνώδη
βράχοι
Κλήμα
= Σκόπελος,
Ηρακλείου Κρήτης κ.α.
Κλήμη=
Μεσσηνίας,
Δωρίδος, Φθιώτιδος και Φωκίδος κ.α.
Κληματάρι=
κοινότητος Οξυλίθου Καρυστίας
Κληματοβούνι=
χωρίον της νήσου Μήλου
Κλημέντι=
Κορινθίας και Κλημεντίνη γυναικείο
όνομα.
Κληματιά=χωριό
Κερκύρας δήμου Θιναλίων με είσοδο
σπηλαίου που εισχωρεί σε βάθος μεγάλο
μέσα στη γη με σταλακτίτες και σταλαγμίτες
που δεν έχουν εξερευνηθεί Περιλαμβάνει
τα χωρία Επισκοπή και Κυπριανάδες.
Κληματιές
=Ορθόλιθος εις τη θάλασσα απέναντι των
Παξών.
Κλητικόν=Ύδωρ
Κλίμαξ=χωριό
της Γαλατίας (Πτολ.Ε΄4,2)
Κλίτσα=Η
αγκλίτσα του τσοπάνη.Ραβδί με κλίτσα
στο επάνω μέρος, ξύλινη ή σιδερένια που
πιάνουν τα πρόβατα από το πισινό πόδι.
Η σιδερένια είναι απλή ενώ η ξύλινη
φέρει σκαλιστά κεντίδια και παραστάσεις
ανθρώπων ή ζώων, λουλουδιών κλπ
Κλοκιό=Κερκυραϊκή
λέξη απευθύνεται πειραχτικά σε μικρούς
“άντε μωρέ κλοκιό”
Κλόκοβα=
Παράκτιον
όρος της Αιτωλίας.
Κλύδων
=χώρα και η του ύδατος φορά ή κυμάτων
σφοδρότης, Κλυδώνιον
πέλαγος. Χειμών και θόρυβος πραγμάτων.
Κλυδωνίζεται (Ησύχιος)
Κλύζω=Κατακλυσμός,
κλαίω, καταβράχω.
Κλυμένη=Θυγάτηρ
του Ωκεανού.
Κλύμενος=Ο
Ποσειδών.
Κλυτοδώρα=
Σύζυγος τοῦ Μινύου, ἦν δὲ ὁ Μινύος
ὁ πρῶτος βασιλεὺς ὁ κτήσας θησαυρὸν.
Κλώδα=η
κόρα του ψωμιού
Κλωθωγυρίζω=
Περιστρέφομαι, περιφέρομαι με διάφορες
προφάσεις, βραδύνω στην εκετέλεσι
κάποιου έργου, άλλως κλώθομαι.Κλωθωγυρίσματα=οι
στροφές του δρόμου.
Κλώζω-κλάζω-κλαγγή=ήχος
οξύς, διαπεραστικός, ζώου, πτηνόν, βέλους
κλπ. “Πάψε να
φωνάζεις μωρέ κλωκιό…”φράση
που ακούστηκε από γιαγιά το 1936
Κλωνί=Κόκκος
δημητριακών και οσπρίων.(Κέρκυρα)
Κλωσιούνα=Ο
κορμός του σταφυλιού χωρίς ρώγες.Το
σύνολο μιας ρίζας ρεβυθιού, φακής
κλπ.χωρίς τον καρπό κυρίως.
*Κναψ=γάλα
λευκόν (Ησύχιος)
Κνέφας
=Το ἑσπερινὸν σκιόφως, τὸ σουρούπωμα·
τὰ χαράγματα·
Κνέφος =
Κατὰ τὸν Ἡσύχιον, σκότωσις.
Κνίψ=Ζώον
πτηνόν όμοιον κώνωπι (Ησύχιος).
Κνους=Ο εκ
του άξονος ήχος, λέγεται και κνοή.
Κνυ=Το
ελάχιστον.
Κνύειν=Ξύειν.
Κνυζηθμώ=Ιδίωμα
ήχου.
Κνὺξ = Ο
τυφλός.
Κνώδαλον=Ο
Απίων θηρίον θαλάσσιον, από του εν αλί
κινείσθαι. Καταχρηστικώς δε λέγουσι
και τα άλλα θηρία κνώδαλα.ο μεν Όμηρος
α μεν νοεί θαλάσσια θηρία, οι Αιολείς
λέγουσι κνώδαλα.(Απολλωνίου Σοφιστού).
Κνώσιοι=
Ελέγοντο καὶ Χύδαι· δηλονότι
Ἐρυθραῖοι, κισσὸς δὲ σημαίνει
μέλας·
Κνωσὸς
=Ελέγετο και Τριτὼ. (βλέπε Τρίτα)
Κνωσσός=
Η ομηρική πρωτεύουσα της αρχαίας Κρήτης
και έδρα του Μίνωος φίλος του μεγάλου
Δία ο οποίος βασίλευσε εννιά χρόνια.
Κνωσσός=Παλαιά
πόλις της Ηπείρου που μετωνομάσθη σε
Κόνιτσα.
Κνωσός
η Ερυθραία =Σημαίνει
το ερυθρόν (Καν=ερυθρόν)
Κογιονάρω=Κοροϊδεύω
(κερκ.)
*Κογξ=Μία
από τις ιερώτερες λέξεις,προομηρικές
(Βέδυ, Ζαπς,Ομ,Παξ) αναφερόμενες εις τον
όμβρον, την θάλασσαν, το ύδωρ, τον χρυσόν.
Σε μας έφτασε ως “κόγξες”
ή κόνξα.
“Μη κάνεις
κόνξες, νάζια, τσαλιμάκια.”
Την γλώσσαν αυτήν διετήρησαν και όλοι
οι Ελληνικοί εκείνοι λαοί, οίτινες
διετέλεσαν μακράν του νέου πολιτισμού,
οι χαρακτηριζόμενοι, υπό των εξελειχθέντων
Ελλήνων ως
βάρβαροι,
η γλώσσα αυτή διετηρήθη, ιδίως εις τας
απείρους τοπωνυμίας, “τας αναλλοιώτους”
τας οποίας οι σοφοί και οι άσοφοι
αδυνατούντες να εξηγήσωσιν, τας εβάπτισαν
ως ξενικάς.(Αθηναγόρας)
Κοεσίτης=διαμάντι
ο λίθος
Κόθων=το
λιμάνι της Καρθαγένης,
κόθων =ποτήρι
πήρε το όνομα λόγω του σχήματος του
λιμένος (Τυνησία)
Κόθορνος=
αρχ. Υπόδημα που φορούσαν οι ηθοποιοί
της τραγωδίας για να φαίνονται ψηλότεροι.
Κόθρος
ή Κρόθος=Ο
γύρος του ψωμιού, της πίττας κ.α.που
σχηματίζεται στην άκρη του ταψιού.Ο
ξύλινος γύρος του κοσκίνου.
Κοινό=
Το μνημόσυνο
που ακολουθεί κοινό τραπέζι στο σπίτι
του αποβιώσαντος στην Ήπειρο
Κοινόν το
(των Ηπειρωτών)=Η αβασίλευτη περίοδος
στην ιστορία της αρχαίας Ηπείρου είναι
γνωστή με αυτόν τον όρο “Κοινόν των
Ηπειρωτών” (232-167 π.χ.), ο οποίος σημαίνει
έναν ορισμένο πολιτικό σχηματισμό, σε
αντίθεση με άλλες περιοχές όπου ο όρος
χρησιμοποιείται την ίδια περίπου εποχή
με την έννοια της συμμαχίας εναντίον
εξωτερικής απειλής, κυρίως της ρωμαϊκής.
Κοινοῦσα
=Τῆς Κρήτης οἱ ἐρυθρωποὶ, οἱ
μελανωποὶ βράχοι, οἱ ἀπόκρημνοι καὶ
ἀνεμώδεις
Κοίταση
η=Η μακρά
παραμονή στο κρεβάτι λόγω νόσου.
Κόκα=αρβανίτικα
η κεφαλή, το καύκαλο (Δημητράκου)
Κοκεύω=
Βλέπω, σκοπεύω
ιδίως με το ένα μάτι, ματιάζω.
Κοκκίνη=χωρίον
Κερκύρας, η Κοκκώκα επίθ. Αρτέμιδος
είχεν βωμόν εις την Ίλιδα.
Βόλτο
του Κοκκίνη
εντος της πόλεως
Κερκ.,
Κοκίνου-Ηπείρου.
Κοκκιναράς=Τοπωνύμιον
Αττικής. Κοκίνου-Ηπείρου.
Κοκκόσια=Καρύδι
ξεραμένο (Πελοπόν.)
Κόκκος=Το
γυναικείον μόριον(κοκότσι) κοκότα.
Κοκοτεύω=Κάθομαι
στο σπίτι σαν ο κόκορας που δεν
απομακρύνεται. Κοκοτεύει=βατεύει,
προκειμένου περί κόκορα=κόκοτας,
κοκότα.
Κοκομάνος=Ο
έξυπνος, ο κατεργάρης.
Κοκότι=Ηπείρου
τοπ.
Κοκόφτης=
Λαογ. Στην κορυφή της κυρίας εισόδου
των μεγάλων σπιτιών, στον τοίχο, κολλούσαν
“βουλτιά” (αγελαδινή κόπρο) και στη
μέση της φύτευαν ένα ειδικό αγριόχορτο-είδος
πόας-το οποίο τρέφοντα από την κόπρο
και άνθιζε και λέγονταν “κοκόφτης”.
Διετηρείτο δε δεκαετηρίδες ολόκληρες.Έτσι
προκειμένου να μπει κάποιος στο σπίτι,
άθελά του αντίκρυζε πρώτα τον κοκόφτη
και μάτιαζε αυτόν και όχι το οικοδόμημα.
Κοκκόνοι=Οι
πυρήνες των ελαιών. Κοκόνα
(Κερκ.)λέγουν χαϊδευτικά τα κοριτσάκια.
Κοκύαι=Οι
πάπποι και οι πρόγονοι.
Κόκκυς=Λόφος.
*Κολ=
Αναφέρεται αρχικώς εις τα ύδατα ή
υδατώδεις τόπους, ή βράχους αποτόμους,
αποκρήμνους, τους υπό του Ομήρου αιγίλιπας
καλουμένους, ήτις η λέξις και εις το
ύδωρ αναφέρεται και απορρώγας Στυγός
ύδατος απορρώξ.
*Κολ-Καλ=Αρχικώς
αναφέρεται εις το ύδωρ.Αρχικώς το ύδωρ
ελέγετο κολητικό.
Κολ=Αι
προερχόμεναι τοπωνυμίαι εκ της ρίζης
αυτής αναφέρονται εις τόπους κειμένους
πλησίον ποταμών ή πηγών.
Κολ=Αι
προερχόμεναι τοπωνυμίαι εκ της ρίζης
αυτής αναφέρονται εις τόπους κειμένους
πλησίον ποταμών ή πηγών.
Κολ
ή γκολ=Φρέαρ.Αρχικά
αναφέρεται στο ύδωρ.
Κόλα=Όνομα
ποταμού.
Κόλαβος=Είδος
πλακούντος κόλλιξ
πλακούντιον, κόλλυβος
και κόλλυβα
τα μικρά στρογγυλά πλακούντια τα οποία
διανέμουν κατά τα μνημόσυνα των τεθνεώτων
μετά βρασμένου σίτου δεν είναι άσχετα.
Κολάϊ
το=Η ευκολία,
η άνεσις, “Δε’θα μάθει γράμματα κολάϊ”
=δεν θα μάθει εύκολα.
Κολάντερο=
Το παχύ έντερο.
Κολαντρίζω=Περιποιούμαι,
κολακεύω, άλλως κολογλύφω.
Κολάπτω=Κοιλαίνω.
Κόλαρι=Ηπείρου
τοπ.
Κόλασις=Αποκοπή.
Κολαστήρ=Εργαλέιο
σιδηρούν εις το κόπτειν τας πέτρας
επιτήδειον.
Κόλβα=
Όνομα δύο
άλλων ποταμών.Γενικά τοπωνύμια που
αρχίζουν με ΚΟΛ
αναφέρονται
σε τόπους κείμενους πλησίον ποταμών ή
πηγών.
Κολλεμίς=Άρτεμις
από Κωλείνου τούνομα λαβούσα(Ησύχιος)
Κολεός=Κατά
τον Ησύχιον σημαίνει λάρνακα
και υδρία.
ποταμών.
Κόλιαντρο=Είδος
αρωματικό σπόρων.
Κολιάς=
Η Αφρογενής Αφροδίτη.
Κολιαντίνα=Η
Πασχαλινή κουλούρα επειδή περιέχει
κόλιαντρο. Το είδος αρωματικών σπόρων.
Κολιάντζα=Η
πάθησις των ποδιών των αιγοπροβάτων
θεραπευομένη με το κολιαντόχορτο.
Κόλινδρος=Τοπωνύμιον
Πιερρίας
αντί
κορίανδρον.
Κολλίδαι=γένος
Ιθαγενών
Κολοβόσιν=Κατά
τον Ησύχιον απολουσέμεν οι Κύπριοι.
Κολοβόω=Αποκόπτω,
κολίανδρον αντί κορίανδρον το ρ
αναλλασομένου του λ
οπότε ξ
λέξις κόραξ
σχετίζεται προς το ύδωρ “κόρακος
πέτρα” στον
Όμηρο όπου ασφαλώς υπήρχον ύδατα, διότι
άνευ αυτών δεν ήτο δυνατόν να υπάρχει
συστραφείον του Ευμαίου.
Κολόη
= Άλλη λίμνη
της Αφρικής εκ της οποίας πηγάζει ο
Άσταπος ποταμός.
Κολόη=Λίμνη
παρά τας Σάρδεις της Λυδίας και άλλη
λίμνη της Αφρικής από την οποία πηγάζει
ο Άσταπος ποταμός.
Κολόκα=Ξηρή
κολοκύθα.
Κολλίδαι=γένος
Ιθαγενών
Κολλίνα=πύλη,
μία των πυλών της αρχαίας Ρώμης η νυν
πόρτα Σαλαρία(Νικ. Λωρέντης)
Κολλίνα ιδιόρυθμο
τοπωνύμιο
Κερκύρας. Κόλλιξ
αρχ. κουλούρα από αλεύρι, κόλλικας είδος
τι άρτου (Ησύχιος)
Κολλυβιστής=
Τραπεζίτης, κόλλυβος
=γαρ είδος νομίσματος, και ο εν τω χαλκώ
κεχαραγμένος βους. (Ησύχιος),
Κόλλυβα=στάρι
βρασμένο που μοιράζεται σήμεραστα
μνημόσυνα για μακαρισμό των νεκρών
Κολλυρή
=Χωρίον Ιθάκης,
πλησίον της πηγής Μελάνυδρος.
Κολλίδαι=γένος
Ιθαγενών (Ησύχιος)
Κολλυτός=όνομα
δήμου
Κολόη
η =πόλη των
Κιλβιανών της Λυδίας, κοντά σε μια από
τις πηγές του Καΰστρου, Κολόη
κοντά στις Σάρδεις της Λυδίας όπου ο
Άταλος ο Α΄της Περγάμου νίκησε τον
Αντίοχο Ιέρακα το 228 π.Χ.
Κολόη η= λίμνη
Γυγαίη λίμνη αρχαιότατη
νεκρόπολη την αναφέρει και ο Όμηρος,
βρισκόταν στη Μηονία, κοντά στον Τμώλο(Β
865)Λιακόπουλος
Κολοκκή
και Κωλαινίς=
Η Άρτεμις θεά των υδάτων.
Κολοίφρυξ=όρος
Βοιωτίας
Κολομβία=Όνομα
μιας εκ των Ηνωμ.Πολιτειών της Βορείου
Αμερικής, όν.διαμερίσματος των Ην.
Πολιτειών περιλαμβάνουσα μόνο την
πρωτεύουσα της ομοσπονδίας Ουασιγκτόνα.
αλλά Κολούμπα
τοπωνύμιον Ελληνικόν, η ρίζα ΚΟΛ αρχικά
ήταν τα ύδατα Κολούμπια
παλιά εταιρεία δίσκων του φωνογράφου,
Κολόμβος=
θαλασσοπόρος, κολυμβώ.
Κολομούρσια=τοπ.
Κερκύρας-Ηπείρου, ύδατα γληνώδη.Κατάκολο
χωρίον Πατρών
Κολοράντο=ποταμός
Αμερικής
Κολοσσαί=Πόλις
της Φρυγίας επι του Λύκου ποταμού.
Κολοσύρτης=Πηγή
εν Παξοίς εις την περιφέρειαν της Λάκκας
αρχαίας Ιθάκης.
Κολοράντο=ποταμός
Αμερικής
Κολόρη=Πλησίον
μιας των πηγών του Καΰστρου.
Κολοσσαί=Πόλις
της Φρυγίας επι του Λύκου ποταμού.
Κολοσούσα=Η
σουσουράδα, το πτηνόν η σεισουρίς που
διαρκώς κουνάει την ουρά της.
Κολοσύρτης=Πηγή
εν Παξοίς εις την περιφέρειαν της Λάκκας
αρχαίας Ιθάκης.
Κολοτούμπα=Παιδιά
που στηρίζοντας το κεφάλι κάτω, γυρίζουν
το σώμα ανάποδα.
Κολούμπο=Κολούμπο
τοπωνύμιο Μακεδονίας. Κολομβία
Αμερικής κολ=ύδατα.
-Κουλούρη=
Πηγή εν Άνδρω
όπου και Κούλουρη και οικογενειακόν
όνομα.Πιθανόν και ο, έλαβε το όνομα εκ
της αφθονίας των υδάτων.
Κόλουρη
-Κόλουρι -Κλούρη=Πηγή
εν Άνδρω όπου και Κούλουρη
οικογενειακό όνομα.Κουλούρα
τοπωνύμιο η Κέρκυρα έχει πολλές
οικογένιες με το ονόμα Κουλούρης
από τη Λευκίμμη.
Κολ-ωνός
των Αθηνών.
Κόλουρη=Πηγή
στην Άνδρο.
Κόλουρις=Η
Σαλαμίς, ήτο η θυγάτηρ του Ασωπού
ποταμού.Κολουρέος
-κόλουρος=Πέτρα,
απότομος βράχος, αποκομμένος “πέτρα
υπό καλουραίη” κατά τον Καλλίμαχον.
Κόλοφών=όνομα
πόλεως. Μέγα και υψηλόν ακρωτήριον. Το
τέλος ήγουν το πέρας του πράγματος
(Ησύχιος)
Κόλπον
ανιεμένη=Το
κατά το στήθος μέρος ανέλκουσα.(Απολ.
Σοφιστού.)
Κολτσίδα
η=Ο αγκαθερός
σπόρος του άγριου τριφυλλιού κ.α. που
με το πέρασμα, προσκολιέται στις κάλτσες,
στο μαλλί των προβάτων κλπ. εξ αυτού
και το λεγόμενο “μου γίνηκε κολτσίδα”
για κάποιον ενοχλητικόν.
Κόλυβος=Η
έπαυλις, αλλ’ αι επαύλεις εκτίζοντο
όπου και ύδατα.
Κολυμβήθρα=Η
κιστέρνα , η δεξαμενή, κοιλάς, κοιλία
όπου τα ύδατα συρρέουσι μέσα σ’ αυτήν.
Κολυμβώ=Λούομαι.
Πλέω επι των υδάτων.Κολομβία
Πολιτεία των Ην. Πολιτειών Αμερικής,
Κολόμβος
Θαλασσοπόρος,
Κολούμπα
τοπωνύμιον.
Κολχίς=Αία
η Κολχίς, χώρα της Ασίας κειμένη επί του
Ευξείνου Πόντου, εκτείνετο από από του
Φάσιδος έως του Κόρακος ποταμού μεταξύ
Ιβηρίας και Αρμενίας περίφημος εις τους
ηρωϊκούς χρόνους της Ελλην. Ιστορίας
(Μυθολογ.) δια την εκστρατείαν των
Αργοναυτών, κατά τον Νικ.Λωρέντην. (Βλέπε
λ. Αϊαία-νήσοι
Κόλχοι =μία
από τις φυλές των Αϋμαρά (Αϊα+μάρε)
νήσοι, που περιλαμβάνουν τους Κάντσι,
Πακάχε, Κόλχους κ.ά. Όταν τους κατέκτησαν
οι Ίνκα, πήραν όλοι οι Αϋμαρά την ονομασία
Κόλχοι και ο τόπος τους ονομάσθηκε
Κολχίδα.Με
την κατάκτηση από τους Ίνκας, οι Αϋμαρά
δεν έχασαν τη γλώσσα τους και αποτέλεσαν
τροφοδότη της Ινκανικής αυτοκρατορίας.
(Λιακόπουλος)
Κολωνία=πόλις
Γερμανίας
Κολωναί
αι= μικρή πόλις
της Αιολίδος, πόλις της Τρωϊκής χώρας
Κολωνή=Στην
Χίο, αλλά Κολώναι
και Στήλαι
περί τους Παξούς και Κολωνάκι
στην Αθήνα. Κολωνίδες=Πόλισμα
της υδατοβριθούς Μεσσήνης.
Κολώνη=Πολίχνη
της Μεσσηνίας στην Πελοπόννησο, έχουσα
έναν λιμένα καλούμενον Φοίνικον μεταξύ
Μεθώνη και του ακρωτηρίου Ακρίτα.
Κολώνη
Ακρωτήριον της Βιθυνίας πλησίον του
Ρήβα ποταμού επί του Ευξείνου Πόντου.
Κολωνία=χωρίον
Β. Ηπείρου
Κολωνιάτες=Ηπείρου
Κολωνίδες=
Πόλισμα της
υδατοβριθούς
Μεσσήνης.
Κολωνίς=Νήσος
μικρά απέναντι της εν Αργολίδι Ερμιόνης,
τανύν Σπετζόπουλον.
Κολωναί=Πόλις
της Τροίας. Και πόλις της μικράς Ασίας
πλησίον Λαμψάκου, τανύν Κελώναι.Στράβων.
Κολωνός
=Περιφέρεια των Αθηνών έλαβε το όνομα
από την αφθονία των υδάτων.
Κολωνός=Λόφος
της Αττικής αρκτικώς της πόλεως των
Αθηνών πλησίον της Ακαδημίας.
Κόλλωτες
=Είδος λίθων.
Κόμαρος-κούμαρα=Φυτόν
τι όπερ φέρει καρπόν μιμαίκυλον. Ο καρπός
του κομάρου έστι δε ως μέσπιλον μικρόν,
πυρρόν.(Ησύχιος)
Κόμαρος=Λιμήν
της Ηπείρου επι της Μολοσσίδος χώρα
πλησίον του Ακτίου ακρωτηρίου. Υπάρχει
και λίμνη του Κόμο
Κόμο,
Κομο(τηνή βλ.
Τήνι), κομμός=κρότος,
κόσμος (Ησύχιος)
Κόμης=Τίτλος
ευγενείας μεταξύ βαρώνου και μαρκησίας,
όλοι έχουν σχέση με τον πλούτο και τον
χρυσό (βλέπε λέξη ΒΑΡ. Μάρκα, Δουκάτα
κλπ.)
Κόμβη=μήτηρ
Κουρήτων
–Κόμβοι.
Κόμβομα στόλισμα
Κομβώματα τα
εν ταις ράβδοις μικρόν χρυσόν έχοντα
υπο μεταλλέων(Ησύχιος)
Κομμάτι=Δελβίνου
χωριό Ηπείρου.
Κομμένο=Ηπείρου,
Κομένο
τοπνμ.Κερκύρας
Κόμμοδος
= υιός του
Αυτοκρ.Μάρκου Αυρήλιου, θετός υιός του
Αυτρ. Αδριανού Κόμητα-Κομήτης=εύθριξ
, καλάς τρίχας έχων ή αστήρ (Ησύχιος)
Κομνηνιού=Ηπείρου
τοπ.
Κόμνια=
Η όμορφη.
Κομποραχιά=
Το ραχοκόκκαλο,
η σπονδυλική στήλη.
Κόμπος=
Η σταγών. Δεν έχομε κόμπο λάδι=ούτε
σταγόνα.
Κομπότι-Κομπίτσι
=τοπων. Πρεβέζης
–Κερκύρας πάταγος, θόρυβος
-
Κόμψα=Πόλις
της χώρας των Ιρπηνών της Κάτω Ιταλίας
τανύν Κόντζα.
Κόμψατος=Ποταμός
της Θράκης ρέων μεταξύ του Νέστου και
Τραβου και εκβάλλων εις την Βιστωνίδα
λίμνην, τανύν Σόπαρις.
Κονάκι=Ο
χώρος ο μικρός.
Κονάκια=Χάδια
Κονδυλονήσι=Κονδυλέα
κώμη της Αρκαδίας, έχουσα ναόν της
Αρτέμιδος. κονδυλούμεναι=
ανοιδούσαι. Καθάπερ επί των βρασσομένων
υπό του πυρός υδάτων. (Ησύχιος)Κονδηλονήσι
υπάρχει στον λιμένα της Κέρκυρας, σήμερα
ονομάζεται Μπρουζάδο
ή Μπουρζάδο
επειδή είχε κάποιο εκκλησάκι της
Παναγίας-Κονδυλονησιώτισσας (Αρτέμιδος)
και κάηκε. Από έγγραφα του 1649 που
αναφέρεται, προκύπτει ότι το ξερονήσι
αυτό ονομαζόταν Κονδηλονήσι
ενώ σήμερα πλέον ως Σκολιέτο
μπρουζά
(σκολιο=πέτρα -βραχος και μπρουζά = βρουζά
-βράζω υπό του πυρός) δηλ. Καμένος βράχος
(Αγγελόπουλος-Σγούρου)
Κονείδη=γένος
ιθαγενών
Κονιάκος=Δωρίδος
(βλέπε Ωριάς)
Κονίσπολις=Ηπείρου
Κόνιτσα=Πόλις
της Ηπείρου που κατά τον Αραβαντινό
παρήχθη από την αρχαία πόλι που ευρίσκετο
εκεί ονόματι Κνωσσός.
Εκ δε της Κνωσσού, Κνωσσός, Κονεσσός,
Κόνισσα, Κόνιτζα.
Κοντάτες=Σουλίου,
Κοντάτικα συν.
Δελβίνου
Κόντες=Τα
αυγά της ψείρας που αφήνει στα μαλλιά
κ.α.
Κοντινούσα=τα
Γάδειρα ούτως εκαλείτο (Ησύχιος)
Κοντόκαλι-κάλιον=λ.
Σύνθετη κοντό+καλι (ωραίο).Τοπωνύμιο
Κερκύρας.
Κοπανίτσα
η=Το φασκιωμένο,
σπαργανωμένο μωρό μόλις γεννηθεί όπως
τόχουν συμμαζεμένο με τα ρουχαλάκια
του, πριν ακόμα το ταχτοποιήσουν στην
κούνια.
Κόοι=
Τα χάσματα, κοιλώματα της γής τα Κοίλα,
τὰ ἄντρα, τα
φρέατα.
Κοπανίτσα
η=Το φασκιωμένο,
σπαργανωμένο μωρό μόλις γεννηθεί όπως
τόχουν συμμαζεμένο με τα ρουχαλάκια
του, πριν ακόμα το ταχτοποιήσουν στην
κούνια.
Κόπιασε=
Πέρασε, έλα μέσα (κερκ) .
Κόππα
(το)=Όνομα παναρχαίου γράμματος της
ελληνικής γλώσσας (Q ) ως αριθμητικό
σύμβ. (΄)=90 (΄)=90.000.(βλέπε Κάππα και
Κοππατίας) Επειδή ως γράμμα το σύμβολο
Q “εύρηται σχεδόν αείποτε προ του Ο και
Υ τότε εξεφωνείτο ως ου, έτι δε και προ
συμφώνων, συνάγεται ότι επροφέρετο ως
“Κ”. Κώμη, κτήμα κλπ. ΈQτωρ,
ΛήQυθος,
Qόραξ,
ΓλαύQος
κλπ. Το Q εξετοπίσθη υπό του Κ κατά την
αρχαιότητα, ανέκαθεν είχε και λαρυγγικόν
και ουρανικόν φθόγγον, κτήνος, κράνος,
κράζω κλπ. Εκτός του κόππα υπήρχε και
το παρακύημα το λεγόμενο σαμπί (ομοιάζει
με π) ωνομάσθησαν έτσι διότι ήταν
τοποθετημένα έξω από τα 24 γράμματα του
ελληνικού αλφαβήτου και το Παρακύημα
χρησιμοποιείτο μονο ως αριθμητικό με
την τιμή του 900. Όμως σήμερα μπορούμε
να σκεφτούμε ότι χρησιμοποιήθηκαν μαζί
με το (βλέπε λέξη) Δίγαμμα
F από προηγούμενη
ελληνική γραφή προκειμένου να αποδώσουν
την προσωδιακή απόδωση της τραγουδιστής
γλώσσας των πρώτων Ελλήνων.(βλέπε Ιώτ)
Koππατίας
ο=Άλογο
σημαδεμένο με το γράμμα κόππα (Q
) ενδεικτικό
του κορινθιακού γένους του (επειδή το
πρώτο γράμμα της λ. Κόρινθος ήταν παλιά
το κόππα).
Κόπραινα=Το
παλιό λιμάνι της Αρτας
Κοπρία
η=παραλία τις
περί την πόλιν Ταυρομένιον εν Σικελία,
επί της οποίας εφέροντο τα λείψανα εκ
των συμβαινόντων ναυαγίων περί την
Χάρυβδη, Στραβ.(Νικ. Λορέντης)
Κόπτης=ο
Αιγύπτιος, Οπαδός της κοπτικής αιρέσεως
εν Αιγύπτω, άλλως μονοφυσίτης. Κοπτική
η Αιγυπτιακή εκκλησία και κόπτες τα
μέλη της Αιγυπτιακής εκκλησίας, οι
αιγυπτιακής καταγωγής χριστιανοί οι
οποίοι δεν εκμουσουλμανίσθηκαν με την
εγκαθίδρυση των Αράβων στην Αίγυπτο.
(Γ.Φουρτούνα)
Κόπτσας=Ο
σκώρος.
Κόρα=πόλις
της Ιταλίας επί της πόλης των Ουόλσκων
πλησίον του Λατίου, την οποίαν λέγεται
ότι έκτισε ο Δάρδανος
Κόραι,
Κοῦροι, Ζάκοροι, Κορύβαντες
καὶ Κούρητες= Πάντοτε συνδεδεμένοι
μὲ τὴν μητέρα τῶν θεῶν, εἴτε ὡς Ρέα
ἢ Γαῖα, ἢ Θέμις ἢ Εἰλείθυια ἢ Δήμητρα
ἢ Ἄρτεμις λέγεται, πάντες οὗτοι
ἄρρενες καὶ θήλεις ἀπετέλουν τὴν
θεραπείαν τῆς θεᾶς Ἀρτέμιδος Ἀμαζόνος
καὶ τοῦ Ἀμαζονίου Ἀπόλλωνος, δυνάμενοι
νὰ εἶναι παρθένοι, ἀλλὰ καὶ ἔγγαμοι,
ὡς τοιαῦται ἦσαν αἱ πλεῖσται τῶν
Ἀμαζόνων.
Κορακάδες,
Κορακιάνα=Χωριά
της Κερκύρας.
Κόρακος
πέτρα=Βράχος
απότομος της Ιθάκης
Κόραξ=Όρος
απότομον και πετρώδες, χωρίζον την
Αιτωλίαν από τους Λοκρούς Οζάλους, τανύν
Κοράκι.
Κόραξ=όρος
μεταξύ Καλλιπόλεως και Ναυπάκτου
(Στεφ,Βυζάντιος)
Κοραξοί=έθνος
της Κολχίδος χώρας εν Ασία, εισβάλλων
στον Εύξεινον Πόντον κατοικούντες περί
τον αυτόθι Κόρακα
ποταμόν γένος Σκυθών (Ησύχιος)
Κορασίς-σιον
αρχ.=κορίτσι.
Κόρακας
εις = Εις το σκότος.
Κορασάνι=
Ασβεστοκονίαμα Μίγμα αυγού, τριμμένου
κεραμιδιού, ασβέστη και τραγόμαλλα
κομμένα με το οποίο άλοιφαν οι τεχνίτες
και εξησφάλιζαν τη συνεκτικότητα του
τοιχώματος και τη διαρροή του νερού.
Κόρδες=Δοκοί.
Κορδελιό=όνομα
προαστείου της Σμύρνης
Κορδελιό=τοπν.
Κορ-δύλη=κάλυμμα
της κεφαλής, κορ-δύλη –κορ-δέλα, εκαλείτο
κι ένα είδος κομώσεως (Σταματάκου λ.)
κόρδα=χορδή
Κόρδυβα,
Corduba=πόλις
αρχαία και πρωτεύουσα της Βαιτικής
Ισπανίας, Βαίτιος ποταμός την οποίαν
κατέκτησαν αργότερα οι Ρωμαίοι,
Στραβ.(Νικ. Λωρέντης)
Κορεία
=Κατά τον
Ησύχιον, Θεραπεία, τα ιερά, η θυσία η
τελουμένη τη κόρη Δημητρι-Περσεφόνη.
Κορεσείων=Καστοριάς
Κόρη
και κούρη=Επίθετον
της Περσεφόνης υπό το οποίον ωνομάζετο
η Περσεφόνη εις την εορτήν Ελευσινίων
εις την Αττική.
Κορ(υ)ησσία=
Λίμνη Κορησσίων
Κερκύρας. Κορησσία=Πόλις
της νήσου Κω. Κορησσός=όρος
υψηλόν της Ιωνίας. Κορησσία=επίθετο
της Αθηνάς. Κορυσσία
λίμνη στη γλώσσα των Αζτέκων ελέγετο
Τιτινάκα αυτή τη λέξη αποκρυπτογράφησε
η Μαρίνα Καραβά-Γαλάνη και όπως λέγουν
οι παραδόσεις από κει ήρθε ο Ηρακλής
Ηuari.
Κορία=πόλις
της βαρβάρου
Βρεττανίας πλησίον του νυν Αμιλτώνος
ποταμού εν τη Σκωτία, Πτολεμ. (Νικ.Λορέντης)
Κορίζομαι=Περιποιούμαι
θεραπεύω.
Κόρικο,
Κορύκιανη=
Ηπείρου χωριά
Κόρινθος=Πόλις
της αρχαίας Ελλάδος, μία των επισημοτέρων
και πλουσιοτέρων, Κορινθιακός κόλπος,
Ισθμός της Κορίνθου περίφημος ο ναός
της Αφροδίτης, η ακρόπολις Ακροκόρινθος
καλουμένη κ.ά.
Κόρινθος=Αμφίπαγος.
Κορίαννον=γυναικείον
κοσμάριον χρυσούν (Ησύχιος)
Κοριδοργίς=Πόλις
αρχαίας Γερμανίας επί της χώρας των
Κολδάυων, κειμένη πλησίον της νυν Brunn
πόλεως
εν Μοραβία, Πτολμ. (Νικ. Λορέντης)
Κορκόρας=όρνις
Περγαίοι (Ησύχ.) Κόκορας σήμερα,
κόρκορος=είδος
ιχθύος
Κορκός
του αυγού= “Το
χρυσούν του ωού”όπως
το λέγει ο Αθηναίος.
στές.
κ.α.
Κόρκυρα=Μεταγενέστ.τύπ.
του Κέρκυρα.Η Μέλαινα Κέρκυρα νήσος της
Αδριατικής θαλάσσης, κειμένη απέναντι
των παραλίων της Ιλλυρίας, τανύν Κόρζολα.
Στράβων.
«Κορκυραίων
Μελίτη»=Τὸ ναυαγῆσαν
πλοῖον τὸ φέρον τὸν Ἀπόστολον, ὅπερ
ἐξώκειλεν εἰς τὴν ἀπέναντι τῶν
Θεσπρωτικῶν ἀκτῶν Νῆσον τῆς
Κερκύρας-Παξῶν τῆς ἄλλως καὶ Μελίτης
Νήσου καλουμένης. Κάλλιστα δὲ ὁ
συγγραφεὺς τῶν Πράξεων τὴν Νῆσον
ὠνόμασε Μελίτην, διότι ἐπὶ τῆς ἐποχῆς
αὐτοῦ οὕτω ἐκαλεῖτο· τοῦτο ἀποδεικνύεται
τρανῶς καὶ ἐκ τῶν νομισμάτων τῆς
Κερκύρας τῶν κοπέντων ἐπὶ τῆς
Αὐτοκρατορίας Νέρωνος καὶ τῶν μετ’
αὐτῶν Αὐτοκρατόρων, τὰ ὁποῖα φέρουσι
τὸ ὄνομα Μελίτη.
Κόρκυρα-Γόργυρα-
Γοργώ = Η νήσος
Κέρκυρα
Κορκυραίων
Μελίτη=Νομίσματα
Κερκύρας φέρουν το όνομα Μελίτη κοπέντων
επί της αυτοκρατορίας Νέρωνος και των
μετ’ αυτών Αυτοκρατόρων.
Κόροι
και Κούροι =Ελέγοντο
και οι άρρενες, τα αγόρια, τα παληκάρια,
κυρίως οι θεράποντες, οι υπηρετούντες
κατά τας θυσίας και εορτάς των θεών και
δη του Απόλλωνος. Αι Κόραι
της Κερκύρας,
των Δελφών, της Δήλου, της Αιτωλείας και
λοιπαί είχον άμεσην σχέσιν με την
Άρτεμιν.
Κοροκονδάμη=πλησίον
Σινώπης πόλις του Πόντου και λίμνη
Κοροκονδαμίτης
Κορόπη=πόλις
Θεσσαλίας, βέλτιον δ’ υπονοείν ότι
ημάρτηται και γράφεται Οροπαίος.
Ορόπη γαρ
πολις Ευβοίας όπου Απόλλωνος διασημότατον
ιερόν.
Κορούνδιο=Ρουμπίνι,
το ερυθρόν, πολύτιμος λίθος
Κόρσα
(κερκ.)=Τρεχάλα “Πήγαινε μια κόρσα”=τρέξε
ως εκεί.
Κόρσαι=
Ησυχ.Οι τρίχες των φρυδιών ή κρόταφοι
ή κλίμακες
Κόρσεαι=
Νήσος μικρά Αιγαίου πελάγους.Κορσεία,
Κορσιαί, Κορσική.
Κόρσεαι
αι=Νήσος μικρά του Αιγαίου πελάγους
πλησίον της Σάμου.
Κορσεία
η και Κορσιαί=Πολίχνη
Βοιωτίας, κειμένη επί του όρους
Πτώου επί των
συνόρων της Λοκρίδος.
Κορσεαί=νήσος
της Ιωνίας αντικρύ Σάμου (Στεφ. Βυζάντιος)
Κόρση=
Κεφαλή, έπαλξις, κλίμαξ, κρόταφος.
Κορσίς=Πυγή(βλέπε
λ.Ησύχ.) Πυγή=το
κάθισμα
Κορσίς=νήσος
εν τω Τυρηνικώ πελάγειλέγεται και
Κορσική
Κόρσικα
-Κορσική=Κύρνος,
παρά Ρωμαίοις.(Στράβων) κύρνα=κρανία.
κύρνοι=νόθοι
Κυρνιάται
επεί Κύρνον
ώκησαν, Τυρρηνοί (Ησύχιος)
Κορσόν=Κορμόν
Κόρτσα=Ο
κορηός, κορέος.
Κορτύνιοι=οι
Αρκάδες: η γαρ Κόρτυς της Αρκάδων
(Ησύχιος)
Κόρυ=Περικεφαλαία
Κορύβαντες
και
Κούρητες=Οι
θεραπευταί των θεών.
Κορύβας=
Ρέας ιερεύς, (Ησυχ.)
Κορύβας=
Ο λίθος
Κορύδαλλα=πόλη
της Λυκίας (Πτολ.Ε΄3)
Κορυδαλλός=δήμος
της Ιπποθοωντίδος φυλής
Κορυθαλία=δάφνη
εστεμμένη εξ ου και κορυθαλύστριαι αι
χορεύουσαι στην Θεά Κορυθαλία (Ησύχιος)
Κορυθία=αυλήτρια
κόρυθα=περικεφαλαίαν
Κορύλλας=όρος
άνωθεν της Παραμυθιάς είναι ο Καύκασος
εν Ηπείρω που έχει την ονομασίαν εκ του
Προμηθέως. Αρχικώς ο Καύκασος υπήρχε
εις την νήσον των Παξών
Κορυσσίων=Λίμνη
Κερκύρας προς Λευκίμμη. Κορησσία
πόλις της νήσου Κω της οποίας οι κάτοικοι
μετωκίσθησαν ύστερον εις την Ιουλίδα.
Η γραφ. Καρυσσός
παρά Πτολεμ. έστιν ημαρτημένη (Νικ.
Λωρέντης) Κορυσσία
λίμνη Κορυσσία λίμνη Κερκύρας=Τιτινάκα
Αρακουανικά, Ραρουαουκ=Δωριείς.
(αποκρυπτογράφησε
Καραβά-Γαλάνη Μ.)
Κόρυς,
υος=ποταμός
της Αραβίας εκβάλλων ειςτην Ερυθράν
θάλασσαν Ηροδτ.
Κορυτζά-Κορυτσά=επαρχία
της Β.Ηπείρου Κορυ-ζα=περί
κεφαλήν πάθος (Ησύχιος
Κόρφο=Κορινθίας,
Κορφοί άλλο
όνομα της Κέρκυρας.
Κόρφος=Το
γυναικείο στήθος.Το άνω της οσφύος
πλευρικό μέρος όπου σχηματίζει η εγχώριος
ενδυμασία.Εκεί και στο ζωνάρι φυλάσσουν
οι γυναίκες διάφορα μικροαντεικίμενα
όπως γράμματα κλπ.
Κορώνη=Θεσπρωτίας,
Κορώνη
Πελοποννήσου. Κορώνεια
αρχαία πόλις
της Βοιωτίας.
Κορώνη=Πελοποννήσου
και Ηπείρου, Κορωνόπουλο
Σουλίου.
Κόσα=Ειδικό
δρεπάνι που κόβουν, θερίζουν χόρτα.
Κοσέβω=Τρέχω.
Κόσσυβος=πλεξίς,
Οι πλεξίδες των μαλλιών
Κοσμήματα=Στην
Κέρκυρα ο στολισμός της ενδυμασίας ήταν
ο χρυσός. Χρυσό ταχτυλίδι είχε σχήμα
φιδιού
Βλ.Αθηναγόρα
ο Χρυσός Ομηρικός κόσμος. “Είχε
στα χέρια την ασημένια βίρα (βέρα), την
όχεντρα και την οχιά και τη μονομερίδα
(είδος φιδιού).
Κόσος
Ιων.=πόσος
Κόσφας=Ο
παπάς(Ηπειρος)
Κοτέω=Ομηρική
λέξη “αν κοτάς”
αν τολμάς
Κοτίνουσα
=τα Γάδειρα
(ά Γάδειρα ούτως εκαλείτο.Ησύχιος)
Κοτινούσα=Αρχαίο
όνομα της μικράς νήσου της Ισπανίας επί
της οποίας έκειτο η πόλις τα Γάδειρα(βλέπε
λέξη)
Κοττίς
-κοττίδα Αρχ.=Περικεφαλαία. Κοτσίδα,
πλεξίδα (πλεξούδες).
Κοτίτσα=Ο
αστερισμός Πλειάς, κοινώς πούλια.
Κοτίς
αρχ.=ινίον, το ινιακό κόκαλο.
Κοτσέλι=τοπωνύμιον
Κερκύρας
Κοττός=Η
κόττα σήμερα, όρνις.
Κόττος=Ο
υιός του Ουρανού και της Γης, είς των
εκατογχείρων.
Κοτυάειον=Πόλις
της Επικτήτου Φρυγίας εν Ασία επί του
Θύμβριος ποταμού.
Κόττυφος
–Κόσσυφος=Στρατηγός
των Ελλήνων εξ Αρκαδίας επί του ιερού
λεγομένου πολέμου.
Κοτύλαιον=Όρος
Ευβοίας πλησίον της πόλεως των Ταμυών
(Αισχύλ.)
Κοτύλιον=Όρος
Αρκαδίας και (Τσ)οτύλιον περιοχή Βοϊου
Μακεδονίας.
Κότυρτα=Χωρίον
Λακωνίας ολίγον απέχων του Ταινάρου
ακρωτηρίου.
Κότυς
η =Κοτυττώ.
Στράβων εξ Αισχύλου.Κοτύττια εορτή
αρχαία Ελλάδος προς τιμήν της θεάς
Κοττυτούς εν καιρώ νυκτός της οποίας
οι ιερείς εκαλούντο Βάπται.Στράβων.
Κότυς-υος=Πατήρ
του Φρυγός Ασίου(Ηρόδοτ).
Κοτύωρα=Πόλις
Τραπεζούντος.
Κούβα=Κράτος
κεντρικής Αμερικής, Κουβέϊτ=Κράτος
δυτ. Ασίας
Κούβακα=
Ο βάτραχος.
Κουβάν=Ο
καδίσκος του ύδατος.
Κούβελε=Η
σκάφη, η εκ ξύλου σκάφη του ζυμώματος ή
του πλυσίματος.Πιθανόν ονομάτηκε από
το σχήμα που αρχικά έμοιαζε με κύπελλο.Στην
Κέρκυρα το ονόμαζαν μαστέλλο
όπου έπλεναν τα ρούχα.
Κουβά-νε=τσακώνικα,
μαύρος, μέλας ομηρική λ. Κυάνεος, τροπή
του υ εις ου και προσθήκη του δίγαμμα
Κούγιαβλο-κουγιαβλέρικο,
Κουγιάμπαλο=Έκφραση
συμπαθείας, “μωρέ κακομοίρη τι σ’
έβρηκε”.
Κουγγύχου
=τσακώνικα
γογγύζω, μη γογγύζης
Κούε=τσακωνικα
ο Κύων, ο σκύλος
Κουκάλογο=
Το πτηνό Νεόφρων ο περκνόπτερος, ο αλλού
τυροφάγος. Έχει το μέγεθος πελαργού και
την υπόλευκη απόχρωσι του πτερώματός
του. Πιστεύεται, ότι επάνω του ιππεύει
ο κούκκος για να πραγματοποιήσει το
ταξίδι του από τα χειμαδιά στα βουνά.
Κούκεσι=Ηπείρου
τοπ.
Κούκος=Το
κασκέτο, Είδος σκούφου.
Κουκόσια=Η
καρύδα.
Κουκούλι=Ο
μεταξοσκώληκας και γενικώτερα η εκτροφή
του που ήταν πολύ διαδεδομένη στο Πωγώνι.
Ο κουκουλόσπορος μετεφέρετο από άλλα
μέρη κατά το Μάρτη που αρχίζει να
θερμαίνεται η ατμόσφαιρα και βγαίνουν
τα πρώτα φύλλα της μουριάς (της σκαμνιάς)
με τα οποία τρέφονται οι μεταξοσκώληκες.
Κουκοστάφυλο=Είδος
αγριόχορτου με καρπούς κοκκώδεις που
πιστεύεται ότι τρέφεται ο κούκος
Κούκουμα-
Κούκομο
=σκεύος- ποτήρι γεμάτο ως απάνω (κέρκυρ.)
Κούκουρη=Η
ψηλή κορυφή. “Ανέβηκα στην κούκουρη
της Κερασιάς.” Τοπ. Ηπείρου.
Κουκουρίτσα=Μικρή
κορυφή στην πόλιν της Κερκύρας.
Κούλα=Οχυρωμένο
σπίτι ή πύργο. Κοτσέκι
άλλη ονομασία διαφέρει στη στερεότητα
του κτιρίου.Όλες οι κοινότητες διέθεταν
Κούλα ή Κοτσέκι, χρησίμευον για διάφορες
χρήσεις.
Κουλός=Ο
παράλυτος, ανάπηρος από το ένα χέρι ή
και τα δύο.
Κουλούκι=Σκυλάκι
νεογέννητο. (κερκ.)
*Κούλουρη=Αριθμεί
ηλικία πάνω από εξ χιλιάδων ετών ελέγετο
η Σαλαμίς.Είχε εκτός αυτού του ονόματος
Κούλουρις-Πελάνα,
Κιχρεία, Σκιράς, Πιτυούσα, Ιαονία,
Ελεούσα, Δρυούσα, Ελευσίς και νήσος
Δράκοντος
ονόματα πάντα αποτελούντα διαφόρους
μορφάς μιας και της αυτής εννοίας, της
του Βράχου. Διότι Σάλα,
σέλα, σόλοι, Σούλι είναι
οι βράχοι ταυτόσημοι προς το Κουλ-ουρι
όπερ αρχικώς ήτο Γκουλ-βράχος.
(Αθηναγόρας)
Κουλούρα
=Τοπωνύμιον Β.Α.Κερκύρας
Κουλουράτες,
Κουλουρίτσα =Ηπείρου
τοπ.
Κουλούρι=Το
λίθινο εκτεταμένο περίφραγμα αγροτικών
εκτάσεων. “Το κουλούρι του τάδε”.
Κουμαντάρω=Διευθύνω,
το κουμάν το=το
βόλεμα, η τακτοποίησις η οικονομική.
Κούμαρα=
κερκ.
κούραμα Αρχαίον
κόμαρον, καρπός από θαμνώδες φυτό.
Απέναντι από την τοποθεσία Κανόνι στο
λόφο της Χρησηΐδος το όνομα προσδιόριζε
τη φθινοπωρινή χρυσίζουσα όψη του
κατασκέπαστου λόφου
από τους
χρυσοπόρφυρους καρπούς, τους μάζευαν
τα χωριατόπουλα και τους πουλούσαν σε
χωνάκια διαλαλώντας στα καντούνια της
Κέρκυρας “κούραμα μέλια”. (Κορφιατ.λεξικό
Αγγελόπουλου ) Περιττώματα όνου
Κούμαρα=Αρχαίον
κόμαρον, καρπός από θαμνώδες φυτό.
Περιττώματα
όνου.
Κουμάσι=το
των ορνίθων οίκημα (Ησύχιος) σήμερα=
άνθρωπος φαύλος “καλό
κουμάσι είσαι κι εσύ”.
Κουμάσι=είδος
χονδρού μεταξωτού υφάσματος (Πρωΐας
Λ.)
Κουμόστον-Κουμβόστον=Κομπόστα,
φρούτα βρασμένα και σιρόπι.
Κούμουλα=Ηπείρου
τοπ.
Κουμπιά=Στολίδια
ασημενια ή όχι του στήθους, στην εγχώρια
επίσηνμη ενδυμασία.
Κούμπια=Το
κούμπιασμα, κόμπιασμα στο λαιμό ,η
δυσχέρεια στην κατάποσι.
Κουμρί=Η
περιστερά, κουμ και καν η άμπελος η και
καματηρά οι αμπελόφυτοι τόποι εν Αττική.
Κουνάρω-ώ=Φροντίζω,θρέφω,
δασκαλεύω, τραγουδώ να μεγαλώσουν μικρά
παιδιά. Τα κουνάρω, ο κουνενές
Κουνέτο=Φιαλίδιο.
Κουνημένος=Ο
ευκίνητος, επιτήδειος, ικανός.
Κούνουπες(Ησύχιος)=
Κώνωπες
–κουνούπια,
Kωνώπα
=
κώμη της Αιτωλίας
ύστερον
κατασταθείσα πόλις υπό της Αρσινόης
γυναικός του
βασιλέως Πτολεμαίου του δευτέρου
ωνομάσθη απ’
αυτής Αρσινόη.
Κουνουπέλι χωρίον
Ηλείας Πελοποννήσου.Κουνόπετρα
τοπ. Κεφαλληνίας.
Κουντούρα-ντούρες=Τα
σκαρπίνια της εποχής.Ο υποδηματοποιός=κουντουράς
ή κουντουρατζής και το κατάστημα
Κουντουράτικο= Υποδηματοποιείο.
Κουντζουρίζομαι=Αιωρούμαι
κουνιούμαι επί της αιώρας.Κούντζουρα-αιώρα,
κούνια.
Κούπα=Ειδικό
γυάλινο βάζο διαφόρων σχεδίων και
ποιοτήτων χρησιμοποιούμενο ως δοχείο
γλυκού, αλλά και ποτών, υγρών.
Κουρ
= Αρχική συλλαβή
πολλών λέξεων συναντάμε στον Ησύχιο:
κουράνια, κουράς, κούρειον, κουρεύς,
κουριάν, κουρίδες, κουρίδιον, κουρίζων,
κουρίξ, κούρος, κουροτρόφος, κούταρον,
Κουρήτες κλπ., Κουρτελάτσα=κάγκελα
σιδερένια, (κερκ.)
Κουρ=Διός
Ελλανίου θεού του ουρανού, της βροντής
και αστραπής
Κουρ=Ο
ίππος.
Κουράδια=Τα
ανθρώπινα κόπρανα. Και σχ.Κουράδας. Ο
ψηλός με προικίλι και αργός στις κινήσεις
του, ομιλία κλπ.
Κουρακάτες
=τοπ. Άρτης.
Κουραχτάδες
Κουράλιος
,ο Κωρέλιος =ποταμός
της Θεσσαλίας ρέων πλησιόν της πόλεως
Ίτωνος και εισβάλλων εις τον Πηνειόν.
Στρβ. Ένθα άπαξ εύρηται ημαρτ. Κουάριος.
Κουράλιος
ποταμός της
Βοιωτίας κυρίως Φάλαρος λεγόμενος, ρέων
πλησίον της Κορωνίας, κληθείς ούτως υπό
των Βοιωτών, όσοι επέστρεψαν εκ της
Θεσσαλίας. Στραβ. Καλλιμ. Παλλ. 64. (Νικ.
Λωρέντης)
Κούρασις=Κόπωσις.
κοπιώ=αρχ.
Κουράζω-ομαι.
Κόπια=κόπος,μόχθος.Κόπιασε
=πέρασε.
Κουραμάδες=Χωρίον
Κερκύρας, από
τα αυτοφυή κούμαρα σε όλη τη νήσο. Αλλά
και Κουρεμάδες,
Κουρεμάδι Ηπείρου.
Κούρβα=Βασανισμένη,
ταλαιπωρημένη, άτυχή.
Κουρβελέσι=χωρίον
Βορείου Ηπείρου
Κούρβουλο=Απεξηραμένος
κορμός αμπέλου χρήσιμος για καύσιμο
ύλη.
Κουρεμαδιά=ατυχία.
Κουρεμάδι
το=Το σύριζα
κουρεμένο κεφάλι, αποψιλωμένο.
Κουρεμένος=Ο
άτυχος.
Κουρήτες
=Αρχαίον έθνος εν Αιτωλία (Ομηρος)
Κουρί=Τοπωνύμιο
Ηπείρου κορού
ή κουρουλάκ=μέρος
δάσος μη ελεύθερο.
Κουρκάρι=Το
κορκάρι, ο σπόρος του κρεμμυδιού.
Κούρκος=Ινδιάνος,γάλος.
Κουρκουμέλλα=Ήπειρ.
Τοπ. που σημαίνει κόλλα που βγαίνει από
δεντρα όταν παθαίνουν κομμίωση.
Κουρκουμπέτα=Η
κουτσομπόλα.
Κουρκουσουρεύω=
Κουτσομπολεύω, Σχολιάζω Κουρκουσούρης,
κουρκουσούρω, κουρκουσουριό.
Κουρνιαχτός=Κονιορτός,
σκόνη.
Κουροτρόφος=παιδοτρόφος,
η Δημήτηρ υφ’ ετέρων (Ησύχιος)
Κουρούνα=Το
πτηνό η κορώνη, αλλού γκάϊλα.
Κουρούπια=Πιθάρια,
στάμνες από πηλό.
Κούρτες=Ηπείρου
τοπ.κούρτη
στην Κέρκυρα λέγεται η αυλή.
Κουρτεσιάρης=Ο
άψογος την εμφάνιση, ο ευγενής, περήφανος.
Κούσε=Άκουσε
Ακούς εκεί!κούσε-κούσε κουβέντα “Κούσε
να μου πει τέτοια λόγια.”
Κουσούρι=Ελάττωμα.
Κουσκούνι=Το
ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το
σαμάρι για να μη τρίβεται το σώμα του
ζώου.
Κουσκουσούρω=Κουτσομπόλα.
Κουσοβίτσα
Θεσπρωτίας,
Κόσσοβο, Κόσσα πόλις
της Τυρρυνίας στην Ιταλία.
Κουστωδία=στρατιωτική
βοήθεια (Ησύχ.)
Κουτάβι
ή κουλούκι=Το
νεογνό της σκύλας.
Κουτούερας
=Ο χωρίς
κληρονόμους άτεκνος γέρος. Κουτούγεροι=άτεκνοι
σύζυγοι.
Κουτούκι=Σαράβαλο.
Κουτουρού=στα
τυφλά, στην τύχη
Κούτρα=Κεφάλι.κούτελο.
Σκουντρώ-κουτρώ=σκούντρησα
κι έπεσα κάτω. αρχ.συγκρούομαι
Κουτριά
ή Κουτουλιά
= Χτυπώ με το κεφάλι. Χτύπημα με τα κέρατα.
Κούτρησα πάνω στην πόρτα. Η ίδια έννοια
με το κούτελο, χτυπώ με τα κέρατα, το
παιδί κουτουλάει από τη νύστα.
Κουτσέλιον=χωρίον
Ιωαννίνων, Κωτσέλι
τοπωνμ. Κερκύρας
Κουτσοβλάχοι=Διακρίνονται
εις τρεις κατηγορίες:α)Τους μεταβατικούς
ποιμενοβίους. β)Τους μεταβατικούς
ποιμενοβίους αλλά και κοινότητας
σχηματίζοντας περιοδικώς εγκαταλειπομένας
και γ)Τους μονίμους ενοίκους πόλεων,
χωρίων ή επαύλεων. Εις την πρώτην
κατηγορίαν ανήκουν οι Αρβανιτόβλαχοι
ή Καραγκούνηδες τους οποίους συναντάμε
Στη Θεσσαλία και Μακεδονία τους λεγόμενους
καταχρηστικώς Σαρακατσάνους ενώ είναι
αυτόχρημα Έλληνες.Στην δευτέραν
κατηγορίαντους κατοίκους των Ηπειρωτικών
κωμών Σαμαρίνας, Περιβολίου, Αβδέλλας
ως και Δέντσικου της Κονίτσης.Εις την
αυτήν κατηγοράιςν ανήκεουςνκαι οι
Κουτσόβλαχοι ποιμένες της Μακεδονίας
φέροντες τα ποίμνια αυτών εις τας νομάς
της Βερροίας, Καστορίας, Βιτωλίω και
Κορυτσάς κλπ.Την τρίτην κατηγορίαςν
αποτελούσιν ι κατά καιρούς εγκαταλείποντες
τον πατρώον ποιμενικόν βίον εγκαθίστανται
μονίμως εις κοινότητας , κώμας και
κωμοπόλεις και επολιτίσθησαν δια της
γεωργίας των τεχνών και του εμπορίου
πλουτήσαντες. Περισσότερα περί Ελλήνων
Βλάχων :Μονογραφία
περί Κουτσοβλάχων Π.Αραβαντινού.
Κουτσόβλαχοι=Έλληνες.Ο
Αραβαντινόςγράφει:Η Ρωμουνική προπαγάνδα
δεν απέτυχεν ένεκα του πλημμελούς
οργανισμού των σχολείων της, ούτε εκ
του ποιού του προσωπικού των διδασκόντων
εν αυτοίς,ούτε εκ των λαβουσών χώραν
καταχρήσεων. Απέτυχε και απώλετο
ανεπιστρεπτεί δια τον λόγον, ότι οι
Κουτσόβλαχοι δεν θέλουν να είναι
Ρωμούνοι”
Κουτσάβλω=περιφρονητικό
η κουτσή
Κούτσαβος=
αρχ. κότταβος, ψευτοπαλικαράς.
Κουτσαμάκια=Καμώματα,τσακπίσματα,
ιδιοτροπίες.
Κούτσ(ι)κος=
Πολύ μικρός.Κούτικος
Κουτσός=
Ο χωλός.
Κουτσόκρανο=Τοπωνύμιο.
Κουτσουκέλα
(Ήπειρος)=κατεργαριά
Κούτσουλος=χοντρό
περίττωμα, κουτσουλιές από περιστέρια
Κουτσούνα
Κερκρ.= η χειρόφτιαχτη πάνινη κούκλα,
Κουτσουπιά=Η
αυτοφυή χαρουπιά, αγριοξυλοκερατιά.
Κούτσουρο=Το
χοντρό ξύλο. Χρησιμοποιείται και χάριν
αστειότητος αλλά και ως ύβρις. “Μωρ
κούτσουρο πούσουν μωρή;”
Κούφα=τα
μη βαρέα
Κουφαγόρας=υιός
Επιζήλου (Πρωΐας)
Κουφάλα=γέρικος
κορμός
Κουφάλας
ή Κεφαλάς Χρύσανθος=Μητροπολίτης
Παξών το 1827 αλλά και επώνυμο Θεσπρωτίας.
Κουφαλιά=Θεσσαλονίκης
ποταμός
Κουφαλιάζω=
Κουφιάζω, κούφλιασε η μυγδαλιά=σάπισε.
δέντρου.Κούφλιο
–κούφιο=άδειο χαλασμένο.
Κούφια=
Τα νεφρά.
Κουφίζω=
Ζυμώνω.Κούφισμα=Ζύμωμα
και όλη η παρασκευασθείσα προς αρτοποίησι
ζύμη, η κουφισιά.
Κοφινέτες=Καλαθάκια
με πλεχτό χερούλι και σχοινάκι, με αυτά
ανεβοκατέβαζαν από τα πολυόροφα σπίτια
στην παλαιά Κέρκυρα τα ψώνια
κόφα, κοφίνι.
Κοφινέτα
τοπωνύμιο μέσα στην πόλη της Κερκύρας.
Κόφινος=αρχαία
λέξις το κοφίνι
Κούφλιαγκας.=Ο
κουφός.
Κουφόπουλο=Ηλείας
Κούφομα=Το
προίξιμο από τσίμπημα εντόμων κυρίως.
Κούφος=ελαφρός,
ταχύς, κουφολογία
=φλυαρία,
κουφικόν τρόπον=την
κωμιτικήν όρχησιν (Λέξεις εκ του Ησύχιου
το Λεξικό), Κουφόνοος=κουφονόων
φύλον ορνίθων
Κουχί
=Και όχι
Κοχλίας=Ελικοειδές
όστρακο (βλέπε χουλιάρι)
Κόχλος=”τοις
θαλαττίοις εχρώντο προ της των σαλπίγκων
ευρέσεως”
και ο στρόμβος. Σήμερα λέμε “κόχλο” το
βράσιμο, από το ρ. κοχλάζω.
Κράβα-Γράβα,
Κάβα= κοίλωμα,
σπήλαιον.
Κραγιόν=Σύνστριμμα
εν κεφαλή.
Κράγον=
όρος και κραυγήν, βόημα, (Ησύχιος)
Κραγόν=κραυγαστικώς,
κραγών=ένυδρον
ζώον
Κράγος=Η
πέτρα η περίκνημος εν τη θαλάσση, αλλά
και άλλαι ονομασίαι Τλως-τάλως,
Ξάνθος και Πίναρος της αυτής σημασίας.
Κραδία
και κραδίη=Καρδιά.
Κρακαλίδαι=των
Κρισσαίων βασιλείς, ή διάφορον γένος
(Ησύχιος)
Κραναός=
Κραναή ελέγετο
υπό του Ομηρου η Ιθάκη, από τον Κρόνο.
Κρανάη=Νήσος
παρά την Αττικήν.
Κρανιά=Η
κρανέα των Θεοφράστου και Διοσκούρου.
Ο καρπός της
Κράνια.
Κρασὶ =Ο
οἶνος· κράμα, κραματισμὸς, κρατὴρ,
Κράνα-Κρήνη-κρουνός.
τῆς αὐτῆς
ἐννοίας.
Κρασοπαπάρα=Φαγητό
αποτελούμενο από κρασί και ψωμί τριμμένο
μέσα.
Κρέας=
Το αιμοστάζον
του ζώου σώμα (βλ.Κρείων).Κρήα
οι Τσάκωνες, κρηάς
σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδος.
Κρεββάτα=Το
προστώον, ηλιακωτό, απλή προέκταση της
στέγης του σπιτιού. Είδος μεγάλου
σκεπαστού εξώστου ή βεράντας απαραίτητης
στα παληά σπίτια. (Πωγώνι)
Κρεβατσαριά
=Κρεβάτια ή κρεβατάκια=μικρές επίπεδες
επιφάνειας ανάμεσα σε βράχια ή πέτρες
που άλλοτε εξαλλιεργούντο.(Πωγώνι)
Κρείων=Υιός
του Λυκομήδου και Κρείων
πατήρ του Πάλαντος του Μελανού.
Κρείων
ο της
Μυτιλήνης= Υποδηλοί
την Ερυθραίαν, την Αιθιοπίαν.
Κρεμάθα=Ξύλο
μακρύ αναρτημένο οριζόντια ή σε σχοινί
τεντωμένο που κρεμούν φορέματα , κλπ.
Κρεμαστάλα=Η
αλυσίδα ή το σύρμα που είναι στερεωμένα
στο τζάκι για να κρεμούν το τσουκάλι ή
τέντζερη.Κρεμαστάλ(υ)σος,
μακρυά αλυσίδα
χοντρή που χρησιμοποιείται αντί σχοινιού
στην άντλησι νερού με το σιούκλο από
πηγάδια ή στέρνες.
Κρεμαστή=Τοπωνύμιον
και εκκλησία εντός της πόλεως Κερκύρας.
Κρεμαστή=
Επίθετον της πόλεως Λαρίσσης εν Θεσσαλία.
Κρεμαστή
=Πόλις της Φθιώτιδος χώρας εν Θεσσαλία
η λεγόμενη και Πελασγία. Λίμνη Κρεμαστών
Τρίκαλα. Κρεμαστή
= χωρίον πλησίον της πόλεως Α-βύδου
εν τη μικρά
Ασία Ξενοφ. Ελ. Νήσος του Βύδου
βρίσκεται σήμερα απέναντι της πόλεως
Κερκύρας.
Κρεμύθι
το=Δέντρο που
μοιάζει με την κουτσουπιά και ο καρπός
του μάλλον με πιπεριά, τα δε φύλλα του
χρησιμοποιούνται ως βαφή μαύρη. Είδος
αγριοφυστικιάς.
Κρένω=(ήπειρ-κερκ.)
ομιλώ, αρχ.κρίνω.
Κρένομαι=Δικάζομαι.Κρίση
η δίκη.
Κρεολί=(Κλεολοι)διαβάζεται
αμέσως Ορχομένιοι Ιερείς. Ιωλκίας,
Εσταιώτιδος, Μαγνησίας. Οι ιερείς έφεραν
το ίδιο όνομα και στα τρία διαμερίσματα
της Θεσσαλίας. Φαίνεται πως και οι τρεις
λαοί προήλθαν από συγγενικά μεταξύ τους
φύλα ανήκοντα και τα τρίαστην ευρύτερη
περιοχή, που ονομαζόταν Ορχομενος
Εφύρας, αλλά και από την Ιωλκία, Εσταιώτιδα
και Μαγνησία.(Καραβά-Γαλάνη Μ.)
Κρεπούνι=Δέντρο
ψηλόκορμο του δάσους ονομαστό για τη
σκληρότητα του.
Κρέων
ή
Κρείων=Κατά
τον Πλίνιον, όρος της Λέσβου, ο Κρείων
Αγαμέμνων ελέγετο και Μελάγκερως.
Κρήνα=
αρχ. Κραναός χωριό Ηπείρου και Κρήνη
Κερκύρας.
Κρηνίδες
και
Δάτος= έχουσαι
κατά τον Στράβωνα πλούσια μεταλλεία
χρυσού και αργύρου. Ελέγοντο δε τα χρυσά
αυτά “άπυλα”.
Κατά τον
Ηρόδοτον όταν διήλθεν ο Ξέρξης εκ Θράκης
αφήκε δεξιά το Πάγγαιον όρος μέγα και
υψηλόν με τα μεταλεία του νεμόμενα υπό
των Πιέρων και Οδομάντων και Σάτρων. Οι
Οδόμαντες μας υπενθυμίζουν ότι και η
Θάσος η τόσον διαβόητος δια τα χρυσεία
αυτής εκαλείτο και Οδωνίς. Νήσοι δε
Οθωνοί ελέγοντο αι νήσοι των Παξών,
Σήμερον δε λέγονται αι νησίδες Β.Δ.της
Κέρκυρας.
Κρηνιάς=τους
Κεφάλληνάς τινες (Ησύχιος)
Κρήσσας
= Κρητικός από
κρήτης (Ησύχιος)
Κρητικόν
μέλος=ούτω Κρήτες ρυθμοί ελέγοντο από
Κρητών και γένος ορχήσεως (Ησύχ.)
Κρήτη=
Για τον Ομηρο
είναι η Ηπειρος.Από τους κλασσικούς
συγγραφείς η νήσος Κρήτη αποκαλείται
Ηπειρος. Αδιάφορον ἂν οἱ ἐξ Ἠπείρου
μετὰ τὸν Ὅμηρον μετοικήσαντες ὠνόμασαν
Κρήτην τὴν μεγάλην καὶ ἱστορικὴν
νῆσον, ἥτις καίπερ νῆσος καὶ ὑπὸ
τῶν κλασικῶν ἔτι συγγραφέων καλεῖται
καὶ Ἤπειρος.
Κρήτη
και Κεφαλληνία= Ταυτοσήμαντα
Κρήτην
=Οὐδέποτε ἀναφέρεται ὡς νῆσον,
ἀλλ' ὡς γῆν, Ἤπειρον, εἰς τὸ μέσον
τοῦ οἴνοπος πόντου, τῆς θαλάσσης τοῦ
Ἰονίου πελάγους τοῦ περιλαμβανομένου
μεταξὺ τῶν νήσων Παξῶν-Κερκύρας καὶ
τῆς ἀπέναντι παραλίας. Ὅτι δὲ ἡ
Ἤπειρος, ἢ τὸ μέρος τῆς Ἠπείρου τὸ
κατέναντι τῆς Ἰθάκης-Παξῶν, ἦτο ὑπὸ
τὴν ἐπικράτειαν τοῦ Ὀδυσσέως, τὸ
δηλοῖ σαφέστατα ὁ Ὅμηρος. Ὅτι ἡ
ὁμηρικὴ Κρήτη ταὐτίζεται πρὸς τὴν
Ἤπειρον ἀπόδειξις οὐ σμικρὰ εἶναι
ὅτι ἐν Ἠπείρῳ καὶ κατὰ τὴν ἱστορικὴν
ἐποχὴν ἀπαντῶνται αἱ πόλεις Κνωσσός,
Γόρτυνα, Λύκτος, Μίλητος καὶ Λύκαστος.
Ο Όμηρος αναφέρει ότι ενενήντα πόλεις
ανθούσαν στην σύγχρονή του Κρήτη, η
οποία είναι η σημερινή Ήπειρος, η
θεσπρωτική κατά το μεγαλύτερο μέρος
της, η πρώην πνευματική παροικία. Υπήρχαν
πράγματι στην Ήπειρο εκείνη την εποχη
ενεννήντα ή εκατό πόλεις και ακόμα
περισσότερες. Στην ρωμαϊκή εποχή, κατά
την οποίαν βρισκόταν σε απόλυτη παρακμή
από πολύ νωρίτερα, όταν ο σεμνός Θουκυδίδης
ονόμαζε βαρβάρους τους Ηπειρώτες, ο
ανόσιος στρατηγός των Ρωμαίων Παύλος
Αιλιανός, προκάλεσε ένα ανεπανόρθωτο
πλήγμα εναντίον της Ηπείρου.Και όπως
μας βεβαιώνει ο ιστορικός Πολύβιος,
“...των Ηπειρωτών, εβδομήντα πόλεις
κατέστρεψε ύστερα από την κατάλυση της
εξουσίας των Μακεδόνων και του Περσέα.
Δεκαπέντες μυριάδες 150,000 ανθρώπους
έκανε δούλους,” φερόμενος χωρίς
σεβασμό ο στρατηγός της Ρώμης προς τη
χώρα που επί αιώνες με τις τόσες αποικίες
της, εκπολίτισε τη βάβαρη τότε Ιταλία.
Και ήταν τόσο τρομερή εκείνη η καταστροφή
ώστε την εποχή του Στράβωνα:
“στα
περισσότερα μέρη είχε επέλθει ερήμωση,
ενώ οι κατοικημένες περιοχές είχαν
απομείνει χωριά κι ερείπια.” Και
συνεχίζει ο Στράβων μελαγχολλικά:κι
όμως η Ήπειρος, είχε αφθονία γενναίων
ανδρών, το αποδεικνύει το πλήθος των
ερειπίων, των αρχαίων Πελασγικών φρουρίων
στα υψώματά της. Ένα από αυτά είναι και
της Βέλλιανης, το οποίο προκαλεί και
σήμερα τον θαυμασμό. Αυτή ήταν η ομηρική
Κρήτη το θέμα όμως είναι απέραντο.Όσο
κι αν η ηπειρωτική ιστορία, είναι
σκεπασμένη από βαθύτατο πέπλο ομίχλης
έχουν σωθεί γεωγραφικές πληροφορίες
ώστε οι Έλληνες ιστορικοί θα μπορέσουν
κάποτε να φέρουν στο φως την αλήθεια.
(Αθηναγόρας).
Κρήτην
=ο Όμηρος
ουδέποτε αναφέρει την Κρήτην ως νήσον,
αλλ’ ως γην. Άπειρα ονόματα κρητικών
τοποθεσιών ευρίσκονται εν Ηπείρω. Οι
ως Κρήτες φερόμενοι βασιλείς Μίνως,
Ραδάμανθυς και Σαρπηδών εν τοις νήσοις
των Παξών-Κερκύρας και εν Ηπείρω
απαντώνται και ουδαμού αλλαχού.Ο
Πλούταρχος και άλλοι συγγραφείς
αναφέρουσι περί του Θησέως πως μετέβη
εις Κρήτην, πως περιεπλάκη μετά του
βασιλέως της Θεσπρωτίας, αυτός και ο
φίλος αυτού Πειρίθους, πως απηλλάγη υπό
του Ηρακλέους, πως ο Δευκαλίων ευρέθη
εν Δωδώνη. Κρήτη κατά τον Όμηρον είναι
η Ήπειρος(προϊστορικά).Η σημερινή Κρήτη
είναι η ιστορική.(Αθηναγόρας)
Κρήδεμνον=Το
ως σωσσίβιο που εδόθει στον Οδυσσέα
κατά την θάλασσαν των Παξών υπό της
Ινούς-Πηγής όταν αυτός εναυάγησε.
Κρήτη
και Λέσβος=Αδελφαί
νήσοι φέρουσαι το αρχικό όνομα της
μητροπόλεως αυτών
Ερυθείας, όπως
και έτσι εκαλείτο.
Αμφότεραι
ελέγοντο Ερυθραίαι-Αιθιοποίαι.
Κρηνίδες=πόλις
Μακεδονίας άς Φίλιππος μετωνόμασε
ωνόμασε Φιλίππους
Κρηνιάς
–κρήνη-κρηνών -κρίνων =πηγών υδάτων
Κριάς
κερκ-ήπειρο=το κρέας
Κριγιάσι=Το
κρέας στην Ήπειρο Φρ.Έκοψα κριγιάσι=οσφυαλγία
και ισχυαλγία.Υπήρχαν ωρισμένες γυναίκες
που την αρρώστεια αυτή την θεράπευαν
με ευχές χριστιανικές μετρώντας με το
ένα χέρι σπιθαμιαίως.(βλέπε Σαμάνος)
Κριεζής=
Μέλας, ερυθρωπός,
κρέας, κρίος, κρείων, Κρέων.
Κρίμα=αρχ.
λ. Αμάρτημα, φταίξιμο, ατυχία
Κρίνε=
στην Ήπειρο λέγουν: κρίνε
μίλησε, γιατί δεν κρένεις; τι έχεις να
πεις;
Κρινιά=χωρίον
Β.Κέρκυρας
Κρίος=Παρά
το καμάριον της Αχαϊας ποταμός πλησίον
της Αιγείρας.
Κρίσα=πόλις
αρχ. Φωκίδος κειμένης αρκτικώς της
Κίρρας επί του Κρισσαίου κόλπου ήτις
κατά διαταγήν της Αμφικτυονικής συνόδου
κατεδαφίσθη εκ θεμελίων, η δε περί αυτήν
χώρα εδόθη εις τους Δελφούς επί της
εποχής του ιερού πολέμου.ύστερον δε
υπήρχε μόνον απλούς
λιμήν της πόλεως
των Δελφών.Ομ.Ιλ.Β
Κρισσάρα-Κρισσαρώ=Κόσκινο-κοσκινίζω.
Κριτσέλης
=Το αποχωρητήριο.
Κριωεύς=έστι
γαρ ο Κριωεύς δήμος φυλής της Αντιοχίδος
(Ησύχιος)
Κρόβυζοι=γένος
Θρακών(;)
Κρόδα=και
κλόδα το εξωτερικό του ψωμιού η κόρα.
Κροδιασμένος κοκαλωμένος, σκληρός.
Κρόκκοι-Κρόγγοι=Ηπείρου
τοπ.
Κρόκος=
Το ξανθοκίτρινο, το χρυσαφί. Κι ο κρόκος
του αυγού ονομάστηκε εξ αιτίας του
χρώματός του.
Κροκύλεια=
Στρογγυλεμένες πέτρες και χαλίκια,
κοινώς ονομαζόμενες βότσαλα.
Κροκύλεια=
Ἡ άλλη ὀνομασία που ὁ Ὅμηρος τοποθετεῖ
στην Ἰθάκη, ἔχει τὴν ίδια σημασία,
που έχει καὶ τὸ Νήριτον.
Οι Παξοί κατά
τον Αθηναγόρα
είναι το κατ’ εξοχή νησί των Κροκυλείων,
ιδιαίτερα στα ανατολικά του παράλια
προς το Λογγό, που είναι γεμάτο από
κροκάλες, δηλαδή στρογγυλεμένες πέτρες
και χαλίκια τα κοινώς ονομαζόμενα
βότσαλα.
Κρονία
θάλασσα, Κρόνιος Ωκεανός, Κρόνιαι στήλαι,
Κρόνου Τύρσις=έχουν την αυτήν
σημασίαν των Παξών – Κερκύρας.
Κρονίωνας=παλαιούς
ανθρώπους, Κρόνοι =παλαιοί,
κρονιώτερα = αρχαιότερα (Ησύχιος)
Κροννοίω=Κύπρος
μισανοίγω, από το <άκρον+ανοίγω>
ακροανοίγω. Εκρώννοιξεν κρυφά του
περβολιού η πόρτα.
Κρόνοι=Πέντε
διάφοροι ὁ Αἰγύπτιος, ὁ Ἀτλάντειος,
ὁ Κρὴς, ὁ Κίλιξ, ὁ Ἰταλὸς.
Κρόνος =
ὁ καὶ Βῆλος, σημαίνει παλαιός, ἀρχαῖος,
γέρων, κρονίων· κατὰ τὸν Ἡσύχιον,
«γέρων, παλαιὸς
ἄνθρωπος»
καὶ «κρονίδαρ
πολυετής»
Κρόνος=
Φόρκυνας, Γάϊος, Βήλος, Προμηθέας μία
και η αυτή μορφή.
Κρόνος
και Άτλας
αδελφοί
γεννηθέντες υπό του Ουρανού και της
Τιταίας γης, αλλά και της γης γιος και
ο Χάγιος-Γάϊος.
Κροντίδαι=μάντεων
γένος
Κρούαρ
τσακων. =κρουνός, κρήνη
Κρούγω=Αναδίδω,
βλαστάνω, θάλλω, ζωντανεύω, χτυπώ.’Εκρουξαν
τα λάχανα= μόλις πρωτοβγήκαν. Κρουν τη
θύρα=κάποιος χτυπάει.
Κρούγομαι=Χτυπιούμαι
με την έννοια του οδυρμού.Ταιριάζω,
ταυτίζομαι με τις ιδέες των άλλων.
Κρούτου=Η
γριά.(Ηπειρος)
Κρουφό=Κρυφό,
κρουβήξου=κρύψου.(κερκ.)
Κρυώνω-Κρυγιώνω=Ηπειρώτικη
προφορά
Κτέαρ=
Ταυτόν του πλούτος.
Κτῆσις=Τὸ
κέρδος, ἡ περιουσία, τὸ χρῆμα.
Κύαμος=Κουκί.
Κυβερώ-ίζομαι,=Κυβεριούμαι.Φροντίζω
τον εαυτό μου τον κυβερνώ.
Κυδ=
Αρχική σημασία
της ρίζας έχει άμεσον σχέσιν προς το
μέλαν.
Κυδαθηναίοι=όνομα
κύριο αρχ.δήμου της Αττικής ΒΑ της
Ακροπόλεως
Κυδαίνω=Τιμώ
δοξάζω, κύδος
η δόξα.κυδάλιμος
ο ένδοξος επίθετον παρ’ Ομήρω, των
χρυσών ηρώων.
Κυδαντίδαι=δήμος
της Πτολεμαϊδος φυλής
Κύδαρ=τάφος
Κύδιμος=
Ο πλουτοφόρος
Ερμής.
Κύδιστος=Ο
Ζευς.Η Αθηνά, η Ηρα και η Λητώ, κυδραί
παράκοιτοι του Διός.ο αγχίσης
ο θνητός σύζυγος της Αφροδίτης και ο
χρυσόφορτος Αγαμέμνων.(Αθηναγ.)
Κύδνος=
Ποταμός της
Κιλικίας, καλείται Καρα-σου Μέλας
ποταμός.
Κυδών
και Κυδωνίς=Νησίς
πλησίον της Λέσβου.
Κυδωνία=Είδος
δένδρων ή θάμνων της τάξεως των ροδοειδών.
Από τον καρπό της κυδωνίας παρασκευάζεται,
ο πελτές.
Κυδωνία=Σημαντική
πόλις της Κρήτης η ερυθρά- η Χαναία, τα
Χανιά, ο Χάνδαξ παλαιά ονομασία της
πόλεως Ηρακλείου της Κρήτης, της άλλης
ταύτης Κνωσού-Ερυθραίας.
Κυδωνία=Κατά
την αρχαιότητα πόλις της Κρήτης
σημαντικοτάτη, η λεγόμενη
Χανιά, κατά
τον γράφοντα στο λεξικό του Ελευθερουδάκη
είναι παραφθορά της λέξεως Κυδωνία
τα Χανιά. Ονόματα
ταυτοσήμαντα αναφερόμενα στο ερυθρό
χρώμα και
αμφότερα
σημαίνοντα τον ερυθραίον όπως επίσης
και η Κνωσσός
το αυτό
εσήμαινε.Η ρίζα ΚΑΝ στην ελληνική και
άλλες γλώσσες σημαίνει το ερυθρόν χρώμα
καν και
κηνά, τουρκιστί
λέγεται το ερυθρό χρώμα. Κηναλή
ονομάζεται υπό των Τούρκων η νήσος Πρώτη
των Πριγκηπονήσων ως εκ του ερυθρού
αυτής χρώματος.
Κυδωνίαι=Πόλις
κειμένη επί της απέναντι της Λέσβου
παραλίας, το λεγόμενο Αϊβαλή.
Κυθέρεια=
Επών. Αφροδίτης
Κύθηρα=Νήσος
Κρήτης, πόλις Θεσσαλίας, νήσον προ
Μαλέου, Μάλεον δε ακρωτήριον
Λακωνικής.(Ησύχιος).
Κύθηρα=Νήσος
επί της Λακωνικής θαλάσσης κειμένη
νοτειοδυτικώς του Μαλέα Ακρωτηρίου,
περίφημος το πάλαι δια την ενταύθα
λατρείαν της θεάς Αφροδίτης Ουρανίας
την οποίαν αρχαιόθεν εσύστησαν οι
Φοίνικες και της οποίας υπήρχεν ο
μεγαλοπρεπής ναός εις την αυτόθι
πρωτεύουσαν της νήσου Κύθηραν. Είχεν η
νήσος αύτη δύω(δύο) λιμένας, των οποίων
ο αξιολογώτερος ονομάζετο Σκανδεία(βλέπε),
και επίσημον εμπόριον ενεργούμενον
υπό διαφόρων λαών της Αιγύπτου και
Άσιας. Κατ’ αρχάς ανήκεν η νήσος των
Κυθήρων εις τους Αργείους, ύστερον
κατέκτησεν αυτήν ο στρατηγός των Αθηναίων
Νικίας και τελευταίον υπέπεσεν εις την
εξουσίαν των Λακεδαιμονίων.(Νικ. Λορέντης)
Κυθαιρώνας τοπωνύμιον ΚΥθ-ουράνιος
με άφθονο ουράνιο στη συγκεκριμένη
περιοχή όπου και ο ναός της Ουράνιας
Αφροδίτης.
Κύθνον=Όρος
της Δήλου όπου εγεννήθη η Άρτεμις ήτις
ελέγετο και Κυθωνία-Κυδωνία.Από εκεί
και το άλλο όνομα της Αρτέμιδος
Κυνδιάς-Κυθυάς στην Μίλητο.
Κύθνος-Κύτνος
=Ελέγετο καὶ Ὀφιοῦσα, ἦν ὁ ὄφις ὁ
ἐκπρόσωπος τοῦ χρυσοῦ, καὶ εἶναι
γνωστὸν ὅτι ἡ Κύθνος ἔχει πλούσια
κοιτάσματα πολιτίμων μετάλλων.
Κυθροκάκκαλο=Κουφιοκάλαμο.
Κυθροκάντηλο=Μεγάλο
καντήλι σαν τσουκάλι.
Κύκαλα=δήμος
της Αιαντίδος φυλής (Ησύχιος)
Κυκκὶς
= κηλὶς ἰδίως ἐν τῷ οὐρανῷ, ὠχρὸν
καὶ ἀμαυρὸν νέφος·
Κύναιον,
Κάνεον, Κάναι=
Και όλα τα παραπλήσια είναι οι ερυθρωποί,
οι μελανωποί βράχοι, οι απόκρημνοι και
αναιμώδεις
Κύκλωψ=Τὸ
ἄντρον του εἶχε μία καὶ μόνη θύρα
διότι ἡ ἄλλη ἦταν περιττὴ γι' αὐτὸν·
ἦταν μόνος, δὲν εἶχε οἰκογένεια, δὲν
ἐφοβεῖτο κανένα· ὁ ὑβριστὴς Κύκλωπας
δὲν εἴχε οὔτε ἱερὸ, οὔτε ὅσιο, οἱ
ἀσεβεῖς λόγοι τοῦ Κύκλωπα, εἶναι
οἱ λόγοι τῶν ἀσεβῶν κάθε ἐποχῆς.
Οἱ Κύκλωπες ἤδη ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου καὶ
ἐφεξῆς ἐθεωροῦντο ὡς μονόφθαλμοι·
τοῦτο ἀναφέρεται στὸ μονόθυρο τῶν
ἄντρων αὐτῶν, ἄλλως τε ὄψις, ὀφθαλμὸς,
σχετίζονται πρὸς τὰς ὀπὰς τῶν ἄντρων,
δι' ὧν τὸ φῶς εἰσήρχετο εἰς αὐτὰ, ἤ
διὰ τῶν ὁποίων οἱ ἐν τῷ σκότει τῶν
ἄντρων ἔβλεπον τὸ φῶς. Ἔπειτα τὸ
ἄντρον τῶν Κυκλώπων δὲν ἦτο καταβατὸ.
Τέτοια ἦσαν μόνο τὰ ἄντρα τῶν εὐσεβῶν
ἀνθρώπων, εἰς τὰ ὁποῖα καταβαίνοντες
εἰσήρχοντο διὰ τῆς νοτία θύρας στὰ
Ἠλύσια πεδία, τοὺς μακαρίους τόπους,
στοὺς ὁποίους ἀποθνήσκοντες οἱ
θεοφιλεῖς, οἱ ἥρωες, οἱ ἡμίθεοι
μετέβαινον·
Κύλιξ=Το
ποτήριον.
Κυλλήνη=Κυλλάνα
οι Δωριοίς. Το υψηλότερον όρος της
Αρκαδίας εν Πελοποννήσω κείμενον
αρκτικώς επί των συνόρων της Αχαϊας.
Κυλλήνη
πόλις της επαρχίας Ίλιδος κειμένη
παραθαλασσίως ήτις υπήρχε λιμήν των
Ηλείων, τανύν Χαριέντζα (Θουκ.30 Ξενφ.)
Κύμα=χωριό
Κομοτηνής, Θράκης πολλά μέταλλα
Κύμη=Αποικία
της εν Ευβοία Κύμης ελέγετο κατά τον
Βυζάντιον και
Αμαζόνειον.
Κύμη=Ἡ
ἐν Ὀπικίᾳ τῆς Καμπανίας Κύμη, εἶναι
κτίσμα οὐχὶ τῶν ἱστορικῶν Εὐβοέων
καὶ Χαλκιδέων καὶ Ἐρετριέων, ἀλλὰ
τῶν ἐκ Παξῶν τοιούτων. Καὶ ἡ ἐν Ἰταλίᾳ
Μεσσηνία ἐπίσης εἶναι ἀποικία τῶν
Παξῶν, καὶ τὸ Ρήγιον ἐπίσης καὶ ἡ
Ἰταλικὴ Νάξος, καὶ ἡ Ζάγκλη· ὡς
ἐπίσης καὶ αἱ Μακεδονίᾳ καὶ Θράκῃ
ἀποικίαι, ἡ Ὄλυνθος ἡ ἄλλως Λυθρὶ
λεγομένη, ἡ Μένδη, αἱ Αἰγαὶ, ἡ
Ἄκανθος-Ἰερισσὸς-Γερισσὸς, ἡ Παλλήνη,
ὁ Ἄθως καὶ τόσαι ἄλλαι πόλεις
Η Έφεσος, η Αννία και
η Μύρινα ήταν
ονόματα Αμαζόνων κατά τον Ευστάθιον
Θεσσαλονίκης.
Κυνάδης
Ποσειδών=Αθήνησιν [εντ]τιμάται
(Ησύχιος)
Κυνάδης=απελεύθερος
(Θεσσαλία)
Κύναιθα=πόλις
της Αρκαδίας κειμένη επί του Ερυμάνθου
ποταμού, περίφημος δια την εν αυτή πηγή
Άλυσσον της οποίας το ύδωρ είχεν ιαματικήν
τινα δύναμιν(Νικ. Λωρέντης)
Κύνδων=Ποταμός
Πελοποννήσου, ποταμός εν Ελλησπόντω
(άπειρες οι αρχαίες λέξεις με τη ρίζα
Κυν-Καν)
Κυνετίαν=Άρεως
κόρη, ή Αθηνάν ή Πειθώ (Ησύχιος)
Κυνή=περικεφαλαία.
Κύνι=
Σύρου. Ο Ὀπούντιος Κῦνος, ἡ
Κυνουρία,
Κυνία=
Αιτωλίας
Κύνθος=όρος
της νήσου Δήλου
Κύνν(ε)ιος=Απόλλωνος
επίθετο. Κυννίδαι
γένος Αθήνησιν
εξ ου ο ιερεύς Κυννείου Απόλλωνος
Κυνουρία
=όνομα χώρας
της Α. Πελοποννήσου, ο κάτοικος Κυνουρεύς
(Τσάκωνας)
Κυνόμαλα=Τα
κοκκύμηλα
Κυνοπιάστες=Χωρίον
Κερκύρας.
Κυνόπολις=πόλη
της Μέσης Αιγύπτου, όπου λατρευόταν ο
κυνοκέφαλος θεός Άνουβις Αιγυπ. Χαρντάι
(Λιακόπουλος)
Κυνόροδον=Κρίνον,
όμοιον υακίνθω.
Κυνορχίας=
Όνομα βόλου.
Κυνός=τυφλού.
Κυνὸς
σῆμα= Τῆς Θρακικῆς Χερσονήσου
Κυνόσαργες=Πελοπόννησος,
τόπος ιερός, Κυνός-άργος,
αργύριον, αργυραμοιβοί. εκλήθη δε ο
τόπος ούτως από της λευκότητος του κυνός
(Ησύχιος)
Κυνόσουρα=Λακωνική
φυλή. Κυνόσουρα-Δρακόνερα
= Μαραθώνος
Κυνόαργες=Όνομα
αρχαίου γυμναστηρίου των Αθηνών
Κυνός
Κεφαλαί= Μεταξύ
Κερκύρας και Παξών χώρος. Και όνομα δύο
λόφων της ΝΑ Θεσσαλίας, νυν Μαυροβούνι.
Κυνὸς
Κεφαλαὶ,= Λέγονται καὶ Μαυροβούνι
μεταξύ Παξών –Κερκύρας.
Κύνουρα=Συν-ορία
πόλις κατά την αρχαιότητα μεταξύ
Λακεδαίμονος και Αργολικού κόλπου από
κεί ωνομάσθη ολόκληρη η επαρχία Κυνουρία.
Συν-Κυν-ξυν δωριστί. Έτασσον την χλώραν
ταύτην οι Σπαρτιάται ως σύνορον μεταξύ
Λακεδαίμονος και Αργολικής εξ ού και η
ονομασία Κυνουρία= συνορεύουσα (Μιχ.
Λεκού)
Κυνουρία
=όνομα χώρας
της Α. Πελοποννήσου. Ο κάτοικος Κυνουρεύς
(Τσάκωνας)
Κυνουρία=
Όπου μετά χειμώνος κύμα εκβάλλει.
(Ησύχιος)Άστρον,
Κυπάρα=η
εν Σικελία Κρήνη Αρέθουσα (Ησύχιος)
Κυπαρισσία=τοπων.Ηπείρου,
πόλις και ακρωτήριο Αρκαδίας Πελοπον.,
πόλις Λακωνίας, Κυπαρίσσι
Παξών
Κυπαρίσσι=είδος
αλεκτρυόνων (Ησύχιος)
Κύπειρον=Κυπάρισσος,
Κυπαρισσήις,βλέπε κύπειρος.(Νικ.Λωρέντης)
Κύπελλον
αρχ. =Τύπος αγγείου, κούπα, είδος μικρού
ποτηριού.
Κυπουριά=κερκυρ.
αρχ. τοπνμ. Κυπάρους έλεγον τα κοίλα
αγγεία και χωρητικά, Κύπειρος φυτόν
(Ησύχιος). Ο Θεόφραστος προάνθησιν τινα
της πεύκης και της πίτυος κύπαρον
προσαγορεύει
Κυπρί
το=Είδος κουδουνιών για αιγοπρόβατα.
Κυπριανάδες=Ως
η Κρήτη λέγεται Μακαρία και Οφιούσα
ταυτοσημάντως, διότι Οφις και Μακαρία
έχουν την ίδια έννοια του χρυσού.
Κύπρος
= πινακίδα της
Κύπρου η παλαιότερη σωζόμενη, είναι
λεξικογραφική γραφή που καθένα από τα
σύμβολα αντιπροσωπεύουν μία έως και
πέντε λέξεις. Η γραφή της πινακίδας
ανακαλύφθηκε και εφαρμόστηκε από τον
5ο αιώνα της 19ης π.Χ. χιλιετίας. Είναι
μια από τις επτά γραμμικές γραφές που
χρησιμοποίησαν οι Ελληνες δια μέσου
των χιλιετιών.Εισήγαγαν τη γραφή αυτή
στην Κύπρο και στην Κρήτη Μινύες
θαλασσοπόροι της Θεσσαλίας. (Καραβά-Γαλάνη
Μ.-Ταξιάρχης Τσιόγκας.)
Κύπρος=Κύ-παρ-σος,
Σουμερικά ΚΟΥ-ΠΑΡ=χρυσός, τελευταία
ανεκαλύφθησαν μεταλλεία χρυσού.(Ι.Θωμόπουλος).
Κυρά=
Ο συνήθης τύπος προσφωνήσεως ηλικιωμένων
γυναικών από τις νέες αντί του “κυρία”.
Κυρά Χαρίκλω, Κυρά
μάνα =τύπος
προσφωνήσεως μάμης (Ηπειρος).
Κυράτσα=Η
κυρία, τύπος προσφωνήσεως.(Ηπειρο-Κέρκυρα)
Κύραυις=
νησί μήκους 200 σταδίων αλλά στενό στο
πλάτος απέναντι από τη χώρα των Γυζάντων,
(Τυνησία) κατάφυτο από ελιές και αμπέλια.
Στο νησί αυτό περνούσε κάποτε κανείς
από τη στεριά με τα πόδια, είχε δε μία
λίμνη με ψήγματα χρυσού, Ηροδοτ.Δ΄195
(Λιακόπουλος)
Κυριάκι=Ηπείρου
τοπ.
Κυρράνη=όνομα
γυναικείας θεάς (Ησύχιος)
Κυρτιάδαι=Δήμος
της Ακαμαντίδος φυλής (Ησύχιος)Κύριος=Άλλο
όνομα του υψίστου που σημαίνει βράχος,
τείχος, στερέωμα. Στο Άργος, Κρήτη,
Προύσσα και αλλού της Ελλάδος το κ
προφέρεται ως τσ:Τσύριος,
ή Τσυρία.
Κι άλλοτε ως σε:
σιορ
ή σώρα.
Κυρράνη=όνομα
γυναικείας θεάς (Ησύχιος)
Κυρτιάδαι=Δήμος
της Ακαμαντίδος φυλής (Ησύχιος)
Κύταιον
=Τῆς Κολχίδος τῆς κοιτίδος τοῦ χρυσοῦ,
πατρίδος τῆς Μηδείας, ἐν ᾗ τὸ
χρυσόμαλλον δέρας, τὸ ἀπαχθὲν ὑπὸ
τοῦ Ἰάσονος.
Κατερίνη
λεγομένη. Κίτρες καὶ Κιτρια ὶ
κοινότης τῶν Κάτω Δολῶν ἐπαρχίας
Οἰτύλου.
Κύτινος
ή Κύδινος=Ο κάλυξ του Ροδίου, της ροιάς
το πρώτον εξάνθημα και το μικρόν ρόδιον.
Κυτίνιον=
Αρχαία πόλις ἐν τῇ Δωρίδι. Κίτρος
πολίχνη Μακεδονίας ἤ ἄλλως Κύτοια
ή Κύδια=Πόλις
της Κρήτης.
Κύτωρον=Πόλις
Παφλαγονίας (Όμηρος)
Κύτοια
ή Κύδια=Πόλις
της Κρήτης.
Κύφερον
ή Κυφήν=Η
κεφαλή
Κυφήνες=
Οι Κρήτες και οι Κεφαλλήνες ήσαν και
αυτοί Αιθίοπες. Ο Ομηρος ομιλεί μόνον
περί Κεφαλλήνων υπηκόων του Οδυσσέως,
κατοίκων της Σάμης, Ιθάκης, Ζακύνθου
και Δουλιχίου.(Βλέπε Ιθάκη)
Κύφος
=Εις την νήσον των Παξών.
Κχειάνα=
η προφορά αιτής της τσακώνικης λέξης
είναι το χ ν’ ακουστεί ελαφρά παρ’
Ομήρω εσήμαινε μέλαινα =η σιδηροστιά,
η τρίπους σιδηρά και μαύρη (Μιχ.Λεκου)
Κυψέλα
τα=Πόλις οχυρά
της Αρκαδίας επί των συνόρων της Λακωνίας.
Πόλις οχυρά της Θράκης επί του Έβρου
μεταξύ της Στεντορίδος λίμνης και του
Μέλανος ποταμού, τανύν Ιψάλα (Νικ.
Λωρέντης) Κυψέλη
στην Αττική, Κύψελος
τύρρανος Κορίνθου
Κωθηνίτις=
Ἡ Ἀφροδίτη ἐλέγετο ἐν τῇ αὐτῇ ἐννοίᾳ
τοῦ χρυσοῦ· ἡ κατάληξις ινις, δὲν
εἶναι ἄσχετος πρὸς τὸ ὄνομα Αἰκατερίνη.
Κώθων=Νήσος
μικρά του Λακωνικού κόλπου κειμένη
πλησίον των Κυθήρων βραχώδης και
ακατοίκητος και άλλη νήσος μικρά επί
της Λιβυκής θαλάσσης πλησίον της
Καρχηδόνος δια της οποίας εσχηματίζετο
είς των λιμένων της μεγάλης ταύτης
πόλεως(Ν.Λωρ.)Κώθων=
Μόνωτον ποτήριον
κεράμιον.
Κωθώνι=ηλίθιος,
αναξιόπιστος.
Κώϊα=Αστράγαλοι.
Κωκυτός=Θεσπρωτία,
όνομα καταχθόνιου ποταμού εν Άδου τέκνον
της Στυγός. Κωκυτός
ος δη Στυγός ύδατός εστιν απορρώξ.
Κωλαγκαθιά=Τα
τελευταία παρά τον πρωκτόν οστά της
σπονδυλικής στήλης.
Κωλαινίς
και Κολοκκή=Η
Άρτεμις των υδάτων.(βλέπε λέξη Κολ)
Κωλιάς=άκρα
ήτοι ακτή Φαληροί όπου και Αφροδίτη
Κωλιάς,
Κώλιοι ως Σούνιοι
Κώλοι=έθνος
προς τω Καυκάσω και Κωλικά όρη, Κωλική
χώρα(Στεφ.Βυζάντιος)
Κωλοτούμπα=Το
σφτριφοκύλισμα που κάμνουν τα παιδιά
παίζοντας.
Κωλοπηλάλα=τρέχοντας
βιαστικά (Πελοπον.)
Κώμον=πόλις
της αρκτώας Ιταλίας επί της πέραν του
Πάδου Γαλλίας (Ν.Λωρέντης) Κων
=Το κοίλον το βαθύ
Κωνσταντινάτο=Φλωρί
μαλαματοκαπνισμένο χρησιμοποιούμενο
ως φυλαχτό.
Κωνώπα=Κώμη
της Αιτωλίας, ονομασθείσα αργότερον
Αρσινόη και Κωνώπη, Αεροκώνοπες
κάτοικοι του Ηλειίου. Κουνουπέλι
χωρίον Πελοποννήσου.
Κώοι
οι = Οι Μέροπες.
Κώος,
Κω = νήσος
Κόως, α,ον, Κώοι
οι Μέροπες. Κοεσίτης=είδος
πολύτιμου λίθου (διαμάντι)
Κώπαι=πόλις
Βοιωτίας παρά την Κωπαΐδα Β 502 Ομηρος
Κωπαῒς
ἡ =Χώρα τῶν ὀρυγμάτων·
Κωρύκιον
άντρον =Βαθύ
σπήλαιο κείμενον περί τους νοτίους
πρόποδες του όρους Παρνασσού, ιερόν του
Πανός με πολλά διαυγή νερά. Εκεί κατέφυγον
οι κάτοικοι των Δελφών, όταν εισέβαλε
εις την χώρα ο Ξέρξης (Ηρόδτ. Στράβων )
Κωστάντεια=η
νυν εν Κύπρω Σαλαμίς γίνεται από της
Κώσταντος γενικής (Στ. Βυζάντ)
Κως=Η
νήσος των άντρων- Παξών.Οι Παξοί.Εν
Κορίνθω η δημοσία ειρκτή, ως και εν
Αθήναις. Καρική (Κάρες) Καρία λέξη
Κως=πρόβατον
(όμηρ. όϊς= όFις= πρόβατον)Δωρικός-Χατζηγιαννάκης
Κώας=προβάτου
δέρμα. Αρμένικα Γκ-αρν=αρνίον.
καρ=κάρνος=πρόβατον (Ησύχιος).
Κως=το
όρυγμα το εν Κορίνθω, ου καθείργνυον
τους φώρας και τους δραπέτας. Λέγεται
και Κώος δε οι εν αυτώ ανατραφέντες.
κώους γαρ τα κοιλώματα της γης και πάντα
τα σπήλαια έλεγον. (Στεφ. Βυζάντιος)
Κως
=επικ.Κόως
γεν. Κως νήσος Δωδεκανήσου Λέγεται και
Κόος-Κόως-Κώως. έστι
και εν Αιγύπτω πόλις Κως.
Κωφός=λιμήν
επί τουΤορωναίου κόλπου εν Μακεδονία
Κωφήν-ήνος=Ποταμός
επίσημος της Ινδικής χώρας(βλέπε λ.
Κούνωπες)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου