Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΛΕΞΙΚΌ ΞΙ


Ξι
Ξ(ει) =πρωσωδιακή γραφή
Ξ και Χ =Ενα και το αυτό γράμμα, της αυτής εννοίας και ονομασίας. Ο Χε και Ξε επίσης Χένος-Χσένος-Ξένος= Ο θείος Νούς, η υψίστη γνώσις, προς τον οποίον υψούντο ενίοτε νοσταλγικώς τα μεγαλείτερα πνεύματα του Ελληνικού κόσμου, ο Ηράκλειτος, ο Αναξαγόρας, ο Σωκράτης, Ο Πλάτων και η λοιπή πλειάς των Μεγάλων Ανδρών των εκπροσωπούντων το Ελληνικό πνε’υμα ανά πάντας τους αιώνας, μαθηταί των οποίων υ πήρξανοι σοφοί του ‘άλλου του μη ελληνικού κόσμου. Διότι μόνον “αφ’ Ελλήνων ήρθε φιλοσοφία”. Δικαίως όθεν ως το ατιώτερον και αρχαιότερον όνομα και γράμμα του κόσμου εθεωρήσαμεν το Χ. Εν τη Ομηρική γλώσση ξένος είναι ο άνθρωπος ο εξ άλλης γενεάς, ή χώρας ή φυλής, ο τελών υπό την προστασίαν του θεού, και εκ τούτου απολαύων τιμής και περιποιήσεως υπό των σεβομένων τον θεόν.
Εις την Κέρκυραν, δείγματα περιποιήσεως και φιλοξενείας ανθρώπων από άλλες πατρίδες, δεν έχουμε μόνο τον Αλκίνοο να καλοδέχεται τον Οδυσσέα, αλλά και νεώτερες εποχές οι κάτοικοι της νήσου Κερκύρας να δέχονται και να προστρέχουν να καλοσωρίζουν τους Ηπειρώτες όταν οι Τούρκοι και οι Αλβανοί αργότερα, να σκοτώνουν και να καίγουν τη Θεσπρωτία, Πάργα, Πρέβεζα, τους Αγίους Σαράντα (Απολλωνεία) και υπόλοιπη Ήπειρο. Είναι εύκολο τώρα να θυμηθούμε ότι ο ξένιος Δίας προϋπήρχε από τα ομηρικά χρόνια, γιατί μόνο στην Κέρκυρα κτίστηκε η εκκλησία “Παναγία των Ξένων”, κι όχι στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι λιγοστοί κάτοικοι έτρεχαν να συνδράμουν εκείνα τα δείσεκτα χρόνια τους “Ξένους”, για να γίνουν κι αυτοί αργότερα μόνιμοι κάτοικοι του νησιού.
Ξαγάρι=Δοχείο μιας οκάς που παίρνουν οι μυλωνάδες την κανονισμένη ποσότητα αλεύρου ως αμοιβή του αλέσματος.
Ξαγκλίζω=Ξεμπερδεύω τα μαλλιά μου με αραιό χτένι.
Ξαγκουσαίνω=Ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω.
Ξαγοράζω=Αποκτώ πλήρη κυριότητα με αγορά.(εξ-αγοράζω)
Ξάϊ ή ξάγι το=Η διαφορά, έναντι. “Πόσο ξάϊ κράτησε ο μυλωνάς γι’ αλεστικά;”
Ξακρίζω=Καθαρίζω, συγυρίζω τις άκρες κυρίως στο ράφι.
Ξαλαφιάζω=Θορυβώ,ενοχλώ.
Ξαμώνω=Αποφασίζω κάτι, αλλά πάλι εγκαταλείπω την απόφασι, προσπαθώ, επιχειρώ.
Ξάνδαρος(;)=ζώον όμοιον βοΐ, γενόμενον κατά το Ατλαντικόν πέλαγος (Ησύχιος)
Ξανθή=τοποθεσία στη Λέσβο
Ξανθή=η Τροία. και η καλή (Ησύχιος)
Ξάνθη= πόλις της Μακεδονίας ελέγετο και Άρνα κατά Στεφ. Βυζάντιον
Ξάνθη= Μία από τις Νηρηίδες.Θυγάτηρ του Ωκεανού και της Τηθύος
Ξανθάτα= Ξανθάτες χωρίον Κερκύρας.
Ξάνθος =Ποταμός Θεσπρωτίας, εκαλείτο υπό των θεών και Σκάμανδρος υπό των ανθρώπων. Σκαμανδρόνυμος πατήρ της Σαπφούς.
Ξανθόγειον=χωρίον της κοινότητος Αρνίσσης του νομού Πέλλης, αλλά και το όνομα ξάνθος και ξανθός είναι ο χρυσοειδής ταυτόν του πυρρός. Πύρρα και Ίσσα ελέγετο η Λέσβος ώστε και η ονομασία Ξάνθος σημαίνει τον μέλαινα, τον Πελασγόν, τον Αιθίοπα.
Ξάνθος= Έχει τὴν αὐτὴν σημασίαν τοῦ μέλανος, μελάγχρου, τοῦ κυανοῦ, τοῦ ὑακίνθου.
Ξανθὸς= Εις την ομηρική εποχή το ξανθόν δὲν εἶχε τὴν σημασίαν ἥν σήμερον εἰς τὴν λέξιν ἀποδίδομεν·είχε πάντοτε σχέσιν προς τον μελαψό, αλλά το πλέον ανοικτόν. Διότι και ο Οδυσσεύς ο οποίος ως ξανθός χαρακτηρίζεται, ήτο μελαχροινός, σαν γνήσιος Πελασγός και Αιθίοψ. Γράφοντας περί του χαρακτηρισμού των Θεών ως εκ του χρώματος αυτών, αναφέρομεν τα προς το μέλαν και ξανθόν χρώμα έχοντα σχέσιν κοσμητικά επίθετα των κυριοτέρων Θεών εξ ών καταδείκνυται ότι τα χρώματα ταύτα τα εναλλασσόμενα κυρίως κατά την δύσιν και την ανατολήν του ηλίου εκ του σκοτεινού την πρωϊαν εις το λυκαυγές, το ρόδινον χρώμα της Ηούς της ροδοδακτύλου και εξ αυτού πάλιν εις το σκιερόν, όταν ο ορίζων έχη νέφη προς την ανατολήν ή το εσπέρας εκ του ερυθρωπού, του γλυκυτάτου εκείνου χρώματος της δύσεως κατά το ηλιοβασίλευμα προς τὸ μελανωπὸν καὶ σκοτεινόν, τὰ χρώματα ταῦτα ἦσαν τὰ ἐθνικὰ χρώματα τῶν προελλήνων προγόνων ἡμῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἑλλήνων ἐν γένει κατὰ τὴν κλασσικὴν περίοδον.
Ξάνθος= Εκ τοῦ Ξάνθου, ὅστις κατὰ τὴν μυθολογίαν ἦν ἀδελφὸς τοῦ Ἀγήνορος τοῦ τόσην σχέσιν ἔχοντος πρὸς τὸν Τιτυὸν-Γάϊον καὶ τὸν Ραδάμανθυν. Ὁ Ξάνθος δὲ οὗτος, εἶναι ὁ κομίσας ἀποικίαν Πελασγῶν εἰς Λέσβον, ἥτις κατ' ἀντικατοπτρισμὸν ἐλέγετο καὶ Αἰθιοπία, ἤτοι Ἐρυθραία, λαβοῦσα τὸ ὄνομα ἐκ τῆς Μητροπόλεως αὐτῆς, ἥτις εἶναι ἡ νῆσος τῶν Παξῶν-Κερκύρας (Αθηναγόρας)
Ξάνθοι=έθνος Θράκιον. Εκαταίος ευρώπη
Ξάνθος = Τὸν μέλαινα, τὸν Πελασγὸν, τὸν Αἰθίοπα.
Ξάνθος= ποταμός Θεσπρωτίας, Ξάνθος, ποταμός και πόλις Λυκίας, Ξάνθος πόλις εν Λέσβω και ποταμός,
Ξάνθος=λυρικός ποιητής του 7ου π.Χ. αιώνα ανάμεσα στα έργα του αναφέρεται μία Ορέστεια επίσης αναφέρεται ότι “Ξάνθος δ’ ο μελοποιός πρεσβύτερος του Στησίχορου”
Ξαντιμεύω= Ανταμείβω, ανταποδίδω, αποζημιώνω.
Ξαπλαταριά=Ξάπλωμα άνετο.
Ξαρταίνω=Αφαιρώ την αρτυμή.Το αντίθετο του Αρταίνω.Η ξαρτυμή γίνεται το πρωϊ της Καθαράς Δευτέρας από τα φαγητά των απόκρεω.
Ξαστοχάω=Ξεχνώ (Ήπειρος)
Ξαύρος=τόπος Μακεδονίας από Ξαύρου τινός. οι οικούντες Ξαύριοι
Ξαχαλίζω=Αφαιρώ τα ξάχαλα, τα άχρηστα από το ακοσκίνιστο στάρι.
Ξαφριστήρι=Το ειδικό κουτάλι με το οποίο ξαφρίζουν γλυκίσματα ή φαγητά την ώρα που βράζουν.Το σουρωτήρι.
Ξαχερίζω=Διαχωρίζω το χοντρό άχυρο από το λεπτό.
Ξαχλιάζω=Ψυχαγωγούμαι ελαφρώς, ξεσκάζω, αποβάλλω την αχλύν, τη σκοτούρα αρχ.εξαχλύω
Ξεζάρκοτος=Γυμνός, χωρίς ρούχα, Ζόρκια =γυμνή.
Ξεκαμπάω=Εμφανίζομαι ξαφνικά.
Ξεκαχτίζω= Ξεφλουδίζω.
Ξεκλειτσιάζομαι=Από το κλειτός, σκέλος. Εξαρθρώνομαι τα σκέλη από υπερβολική εργασία.Εξαρθρώνω επίτηδες. “Θα σε ξεκλειτσιάσω”=θα σε διαμελήσω, ως απειλή.
Ξεκλώναρα=Τα ακρινά μέρη των κλωναριών.
Ξεκολομένος=Του δοχείου που χάλασε το κάτω μερος.Ξεκολώνομαι=ξεθεώνομαι στη δουλειά.Ξεκολιάρης ως ύβρις.
Ξεκούτης=γεροξεκούτης έχασε το μυαλό του, Ηπειρος (ΙΒΕ)
Ξεκορμίζομαι=Υποφέρω από κοπωση.
Ξεκρούγω= Ξεσκάζω, ψυχαγωγούμαι, απολαμβάνω θεαματικώς, περπατώντας κλπ.
Ξελαπουδιάζω=Ανανεώνω, αλλάσσω τη λαπούδα. βλ.Λαπούδα
Ξεμοναχιάζω= Απομονώνω.
Ξεμπαλντουνώνω=Βγάζω το μπαλντούμι, ξεμπαλντούνωτος, ο ασουλούπωτος.
Ξεμπλεντριάζω=Χαλαρώνω το σφίξιμο. Άλλως μπλεντριάζω.
Ξεμπλετσιάζω=Γυμνώνω, αφαιρώ τα ενδύματα άλλου ή δικά μου, γυμνούμαι.
Ξεμπουρδίζω=Διώχνω πουλιά ή παιδιά. Ξεμπουρδίστηκα=Βγήκα έξω από το σπίτι μου για πολύ ώρα κι άργησα να γυρίσω.
Ξένει=δέρει(Ησύχιος), βλέπε ξαίνει αρχ.
Ξενητιώτης=Ο ταξιδευόμενος, ο ταξιδιώτης.
Ξενικά ονόματα= Ο Πλάτων ονομάζει λέξεις και τύπους της αιολικής διαλέκτου “...καθώς αι λέξεις κλωθογυρίζουν παντού, δεν είναι καθόλου παράξενο που η παλιά γλώσσα δεν έχει καμια διαφορά από την τωρινή σ’ ότι αφορά τους βαρβαρισμούς.”
Ξενογωνιά=Χαρκτηρίζονται τα κορίτσια, με την έννοια ότι προορίζονται να φύγουν από το πατρικό σπίτι και να παν σε ξένο, το συζυγικό.
Ξενοδάμας= υἱὸς τοῦ Μενελάου ἐκ τῆς Κνωσίας Νύμφη
Ξένος= Παρ' Ὁμήρῳ ὁ ἐξ ἀλλοτρίας χώρας φίλος τῆς οἰ διατελῶν ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Διὸς Ζηνὸς-Ξενίου· οικογένειας, «ξένος πατρῴος», ἑπομένως προσφιλὴς, αγαπητός, διατελῶν ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Διὸς Ζηνὸς-Ξενίου· Στην ομηρική γλώσσα ξένος είναι ο άνθρωπος ο εξ άλλης γενεάς, ή χώρας ή φυλής, ο τελών υπό την προστασίαν του θεού, και απολαμβάνενει τιμής και περιποιήσεως υπό των σεβομένων τον θεόν. Παρατηρούμε ότι Παναγία των Ξένων υπάρχει εις την Κέρκυρα και εις την Πρέβεζα.Όμως ξένος εις την πρωτόγονον γλώσσα, αλλά και τη θρησκεία των Ελλήνων και εν πάνταις ταις θρησκείαις των λαών της γης είναι ο θεός ο ών και ο ήν. Το Α και Ω είναι ο Χε αρχικό όνομα του θεού των Ελλήνων, ο Έκατος-Εκάτη του Ησιόδου, ο ΕΙ και Ε των Δελφών, ο ΟΜ των Ελευσινίων μυστηρίων, ο Γιαχ των Εβραίων, ο Αμήν, ο Χένι των Πελασγών και Αλβανών, ο Ιανός των Ελλήνων και Λατίνων ο o Hud των Σουμερίων, ο Χε των Λυκίων, ο Haldis των Βαβυλωνίων, ο Hala των Κισσίων,Ένι-Χένι των Χεταίων, ο Αλλάχ των Αράβων ο Χακ και Χου, ο Χουδ των Περσών, ο Χάκι των Αιγυπτίων, το Βράχμαν, το Άτμαν, το Ομ των Ινδών, το Ταό των Σινών, ο Τι του Ομήρου, το Τι του Πλάτωνος,”Τι, το αεί, γένεσιν δε ουκ έχον” ο Ηonestus των Λατίνων, ο hosptius και hospitalis Ζευς, ο Χ της ανθρωπότητος πάσης, ο Ξένιος.” Αθηναγόρας.
Ξένος= Η ἔχουσα γενικὴν ἔννοιαν καὶ σημαίνουσα τὸν θεὸν, διὰ τοὺς μὲν ἦτο ἡ γλυκυτέρα καὶ ἱερωτέρα τῶν λέξεων, διὰ τοὺς δὲ πάλιν ἀποτροπιαστικὴ καὶ βδελυκτὴ! Μόνον οἱ ἐγγενεῖς καὶ Ἐφέστιοι θεοὶ ἦσαν ἀγαθοποιοὶ, ἅγιοι, ἱεροὶ, καλοὶ καὶ ἀγαθοὶ θεοὶ, οἱ ἄλλοι ἦσαν κακοὶ καὶ μοχθηροὶ· οἱ μὲν ἦσαν σπουδαῖοι, δηλονότι ἐσθλοὶ, ἀγαθοὶ, κρείσονες, οἱ δὲ Χυδαίοι, δηλονότι πτωχοὶ χείρονες, πρόστυχοι.
Χείρων, Χερείων, Χερνίος ὁ πτωχὸς, ἀλλὰ καὶ τόσα ἄλλα ἐκ τῆς αὐτῆς ρίζης χλευαστικὰ καὶ περιφρονητικὰ: Ὡς χήνημα τὸ περίποιγμα· χηνώδης ὁ μωρὸς· χῆτις ἡ ἔνδοια· χιδῶν· δειλιῶν καὶ τὰ παρόμοια.
Οὐ μόνον δὲ τοῦτο, καί τι χειρότερον, ἦσαν... Χεσμένοι· διότι ἀτυχῶς τὸ κακέμφατον ρῆμα χέζειν, μεθ’ ὅλην τὴν ἱερότητα τῆς ρίζης τοῦ χε, κατήντησε τὸ βρωμερώτερον τῶν ρημάτων· παρακείμενος κέχοδα· Χοδᾶ δὲ Περσιστὶ ὁ Θεὸς· καὶ Χόδεινος Ἑλληνιστὶ ὁ πρωκτὸς, ἡ Ἕδρα κατὰ τὸν Ἡσύχιον. Ἀλλὰ καὶ ἡ λέξις Ἕδρα ἡ σημαίνουσα τὰ ὀπίσθια, τὴν πυγὴν, ἐκ τῆς αὐτῆς ρίζης χεδ παράγεται, ἐκπίπτοντος τοῦ χ. (Αθηναγόρας)
Ξεντουρλωμένος=ξε-τουρλώνω κερκ.έκφραση για κάποιον που ξέφυγε από τη συνηθισμένη του κατάσταση υπερέβη τον εαυτό του από τα δεδομένα
Ξεπάτωμα=Το σόλιασμα, η αλλαγή των πάτων των κάτω εφθαρμένων μερών του υποδήματος.
Ξεπατώνομαι=Κουράζομαι πολύ από μεγάλη και κουραστική εργασία.
Ξεπλαγιάζω=Παραπείθω, απατώ, παραπλανώ, ξεγελώ.
Ξέρι= Η ξηρασία του καιρού.
Ξεροπαγιά=Ξηρός παγερός καιρός.
Ξεροσταλιάζω= Στέκομαι ορθός σε σημείο που από την ακινησία τα πόδια μου παρομοιάζονται σαν σταλίκια (πάσσαλοι),αναίσθητα σαν ξύλα.
Ξερόπονοι=Οι ρευματοπάθειες.
Ξεσαίρω=Ξεσύρω, ξεσφίγγω, ξεφεύγω από το κανονικό.
Ξεσγουμπίζω=Ξετρυπώνω, ανακαλύπτω.
Ξεσουρετιάζω=Αλλάσσω τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου από φόβο ή αρρώστεια.
Ξεσπουρδίζω=ξεπετιέμαι, μεγαλώνω απότομα
Ξέστα=ομηρική λ.η στάμνα, πύλινο δοχείο “μία ξέστα λάδι” κερκ. κατά την αρχαιότητα ήταν και μέτρο υγρών και ξηρών προϊόντων,
Ξεστί=Δοχείο τσίγκινο, Ξέστα “μία ξέστα λάδι” κερκ.
Ξεστός=εξεσμένος, λείος ή στιλπνός γενόμενος δια ξέσεως, ξεστόν, γλυπτόν, λείον ρ.ξέσω, ξύσω (Ησύχιος)
Ξεσυνερίζομαι=ξε-συν-ερίζω μη πέρνεις τοις μετρητοίς τα λόγια μου, μη με ξεσυνερίζεσαι, δεν κάνω ξεσυνέριο σε όσα λες (κερκ,)
Ξεσφαλαγκονίζω=Καθαρίζω σημεία του σπιτιού που είχαν αράχνες, σφαλαγκονιές.
Ξετιμώ=Υποσκάπτω, εκθέτω την υπόληψι, την εκτίμησι.
Ξετσανίζω=Ζωντανεύω.
Ξετορνιάζω=Αφαιρούμαι, λόγω ταραχής, έρωτος.
Ξετραφώνω=Προξενώ θόρυβο, ανησυχώ άλλους με έργα η λόγια.
Ξετσαγκουλίστηκα=Ξελαρυγγίστηκα, μάλλιασε η γλώσσα μου φωνάζοντας.
Ξεφαλίζω=Καθαρίζω λόγγο για να φυρτευτούν δένδρα ελιές, αμπέλια.
Ξεφλιαγκούρω=Φλυαρώ αδιάντροπα. ξεφλιαγγουριασμένη=η ξεδιάντροπη.
Ξεφλίζω= Ξεφλουδίζω.
Ξεφυσιάζω=Φουσκώνω και ξεφουσκώνω από ψυχική έκρηξη.
Ξεχαλάω=Λικνίζω, ανεμίζω.
Ξηπετία=Δήμος της Κεκροπηΐδος(βλέπε λ.) φυλής
Ξήρα= πόλις περί τας Ηρακλέους στήλας, το εθνικόν Ξηραίος. Ξηρόβαλτος Ηπείρου, Ακαρνανίας, κ.α.
Ξήριγγοι=ποταμοί αεί ρέοντες
Ξήψωμα=Εργασία χωρίς ψωμί και φαϊ αλλά μόνο με χρήμα.Αντίθ.σήψωμα.
Ξιθέωμα=αφανισμός, εξάντληση
Ξικ’ (Θάσος)=ξύκικο. Ελλιποβαρές
Ξιουμαλιούμαι=Ξύνομαι αδιάντροπα ή με νευρικότητα μπροστά σ’ άλλους.
Ξιταή=Η εξέτασις, ανάκρισις. “ξιτάη θα μου κάνεις;”=θα με ανακρίνεις;
Ξιφεντιάζω=Δοκιμάζω, γεύομαι για πρώτη φορά.
Ξιφισμός=χορός του σπαθιού, και ένα είδοςχορού που λεγόταν ξιφισμός
Ξιφήνη=χώρα Παλαιστίνης. Ιώσηπος έκτω Ιουδαϊκής ιστορίας το εθνικόν Ξιφηναίος
Ξιφίρου=λιμήν, ο πορθμός (Ησύχιος)
Ξιφωνία=πόλις Σικελίας
Ξόανο=”Μωρέ ξώγανο ή ξόανο τι στέκεις έτσι;” για κάποιον που αδρανεί.
Ξόδι=Το βρασμένο στάρι που προσφέρεται για να “σχωρεθεί” ο πεθαμένος.
Ξόδι= Η έξοδος, κηδεία.Αρραβωνιάσματα (κερκ.)
Ξόϊς =πόλις και νήσος Αιγυπτία εν τω μεσογείω τη υπέρ του Σεβεννυτικού και Φατνιτικού στόματος. Ο πολίτης Ξοΐτης ως Σαΐτης. (Στεφ. Βυζάντιος) Ξόϊς=σημαντική πόλη στο Δέλτα, πρωτεύουσα Ξοΐτου νομού στην οποία λατρευόταν ο Άμμων, απ’ αυτήν καταγόταν η ΙΔ΄Δυναστεία (Μανέθων) η σημερινή Σακχά (Λιακόπουλος)
Ξομιλιάζω ή Ξομπλιάζω=Κουτσομπολεύω. Παριστάνω, αντιγράφω κάποιον μιμούμενος άλλον.
Ξορνιάζω=Τελειώνω τις δουλειές μου και ησυχάζω. Λέγεται και για τα παιδιά όταν νυστάζουν, ότι “ξορνιάζουν.”.
Ξοσμίζω= Χάνω την αίσθησι της οσμής.
Ξουθά=ου μόνον ξανθά, αλλά και λευκά και πυρρά (Ησύχιος)
Ξουθία=πόλις Σικελίας
Ξουθίδαι= οι Ίωνες. Ίων γαρ Ξούθου (Ησύχιος)
Ξουριχτό=τοπωνύμιο Πηλίου
Ξούχις =πόλις Λιβύης.το εθνικόν Ξουθιάτης
Ξύγκικος-ξύκικος=ελλειπής
Ξυλόγατα=Ποντικοπαγίδα, τσάκα, ξύλινης κατασκευής.
Ξύλος=πόλις Καρίας
Ξυναυλία=συναυλία όταν γαρ δύο αυλώσι ξυναυλία λέγεται (Ησύχιος)
Ξυνία=Θετταλίας πόλις, Ξυνιάς λίμνη, ήν Βοιβιάδα φασίν (Στεφ.Βυζαντ.)
Ξυνόγαλα=Το αποβουτυρωμένο γάλα που είναι ελαφρώς υπόξυνο.
Ξυπετή=δήμος Κεκροπίδος φυλής ο δημότης Ξυπετεών ως Μακεδών(Στεφ.Βυζάντ.)
Ξυπετέα=δήμος της Κεκροπηίδος φυλής(Ησύχιος)
Ξύπνιγος=Ο ξύπνιος, αγρυπνών, μη κοιμώμενος.
Ξύστις =ως Σάρδις, πόλις Καρίας, το εθνικόν Ξυστιανός
Ξυστρίζω=Καθαρίζω το δέρμα ζώου με το ξυστρί.Ξύστρα=Ειδική για το καθάρισμα της σκάφης από το ζύμωμα του ψωμιού.
Ξωκάταγο=Το κατώγι πού’ ναι προς το μέρος της εισόδου, όταν υπάρχει κι άλλο πάρα μέσα.
Ξώλων=έθνος βαρβάρων. Ωξώλων (Ησύχιος)
Ξωπαίρω=Ξεσηκώνω, πέρνω το νου, τρελαίνω, εξ ου και το παραγ.ξώπαρμα, ξωπαρμένος-βλάκας κλπ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου